Δ. ΣΟΛΩΜΟΣ (1798-1857)
Ο ποιητής Διονύσιος Σολωμός, εθνικός ποιητής της Ελλάδας, αποτελεί ιδιαίτερη περίπτωση στην ιστορία των γραμμάτων μας. Γεννημένος στα τέλη του 18ου αιώνα στα Επτάνησα, ζει όλη του τη ζωή εκτός των συνόρων του ελληνικού κράτους, ως Γάλλος, Επτανήσιος και Άγγλος πολίτης, έχοντας ως γλώσσα της παιδείας του, της σκέψης του, της προφορικής και γραπτής επικοινωνίας του την ιταλική. Σε αυτήν μάλιστα θα ξεκινήσει την ποιητική του διαδρομή. Ωστόσο, για την υψηλή ποιητική του έκφραση θα επιλέξει την ελληνική, την οποία, μολονότι θα χρειαστεί να τη σπουδάσει σαν να ήταν δεύτερη γλώσσα, θα κατορθώσει να την καλλιεργήσει σε τέτοιο βαθμό και να δημιουργήσει ποίηση τόσο σημαντική που το έργο του θα αποτελέσει την αρχή και τη βάση της νεότερης λογοτεχνίας μας. Επιχειρώντας να κατανοήσει το παράδοξο αυτό, ο Σεφέρης υποδεικνύει ως μια βασική έννοια-κλειδί την απόσταση.
«Ο γενάρχης της λογοτεχνίας αυτής δεν ήξερε ελληνικά, αλλά τα έμαθε και τα μάθαινε ως το τέλος της ζωής του. […] Αλλά την πορεία της ελληνικής γλώσσας την εχάραξε μια για πάντα η διάνοια του Σολωμού. Και ίσως επειδή ερχότανε κάθε τόσο από μακριά, να κοίταξε τα πράγματα με το φρέσκο και το σίγουρο μάτι που τα κοίταξε.» (Σεφέρης [1937] 1984: 71, 74)
Πράγματι, η απόσταση από την οποία ο Σολωμός συμμετείχε στα πράγματα φαίνεται πως εντέλει λειτούργησε ως μια θετική προϋπόθεση του ιδιαίτερου επιτεύγματός του. Πρόκειται για απόσταση γλωσσική και συγχρόνως πολιτισμική, αισθητική, ιδεολογική αλλά πριν από όλα γεωπολιτική.
Ας τον γνωρίσουμε καλύτερο, παρακολουθώντας το παρακάτω βίντεο:
Ὁ Κρητικός (ἀπόσπασμα)
XVII. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . XIX. Πιστέψετε π᾿ ὅ,τι θὰ πῶ εἶν᾿ ἀκριβὴ ἀλήθεια, XX. Ἀκόμη έβάστουνε ἡ βροντή... XXI. Ἐκοίταξε τ᾿ ἀστέρια, κι ἐκεῖνα ἀναγαλλιάσαν, XXII. Ἐχαμογέλασε γλυκὰ στὸν πόνο τῆς ψυχῆς μου, 1833 |
[Ανθούλα]
Αγάπησέ με, Ανθούλα μου, γλυκιά χρυσή μου ελπίδα,
καθώς κι εγώ σ’ αγάπησα την ώραν οπού σ’ είδα.
Είχες τα μάτια σου γειρτά στα πράσινα χορτάρια
κι η λύπη σού τα εστόλιζε με δυο μαργαριτάρια.
Τη μάνα σου θυμούμενη εδάκρυζες, Ανθούλα, 5
γιατί στον κόσμο σ’ άφησε μονάχη κι ορφανούλα.
Α, ναι, φυλάξου, αγάπη μου, του κόσμου από την πλάνη,
οπού με λόγια δολερά τόσα κοράσια χάνει…
Πού πας μονάχη κι έρημη, αθώα περιστερούλα!
Βρόχια πολλά σού σταίνουνε· έλα μαζί μου, Ανθούλα. 10
[Ωδή εις τη σελήνη *]
Γλυκύτατη φωνή βγάν’ η κιθάρα,
και σε τούτη την άφραστη αρμονία
της καρδιάς μου αποκρίνεται η λαχτάρα·
γλυκέ φίλε, είσαι συ, που με τη θεία
έκσταση του Οσσιάνου, εις τ’ ακρογιάλι 5
της νυχτός εμψυχείς την ησυχία.
Κάθισε για να πούμε ύμνον στα κάλλη
της Σελήνης· αυτήν εσυνηθούσε
ο τυφλός ποιητής συχνά να ψάλλει.
Μου φαίνεται τον βλέπω που ακουμβούσε 10
σε μίαν ετιά, και το φεγγάρι ωστόσο
στα γένια τα ιερά λαμποκοπούσε.
Απ’ το Σκοπό νά το προβαίνει· ω πόσο
συ την νύχτα τερπνά παρηγορίζεις!
Ύμνον παθητικόν θε να σου υψώσω· 15
παθητικό σα εσένα, όταν λαμπίζεις
στρογγυλό, μεσουράνιο, και το φως σου
σε ταφόπετρα ολόασπρη αποκοιμίζεις.
στ. 6
εμψυχώνεις τερπνά την ησυχία
[Η Ξανθούλα]
Την είδα την Ξανθούλα,
την είδα ψες αργά,
που εμπήκε στη βαρκούλα
να πάει στην ξενιτιά.
5
Εφούσκωνε τ’ αέρι
λευκότατα πανιά,
ωσάν το περιστέρι
που απλώνει τα φτερά.
Εστέκονταν οι φίλοι
10
με λύπη, με χαρά,
κι αυτή με το μαντίλι
τους αποχαιρετά.
Και το χαιρετισμό της
εστάθηκα να ιδώ,
15
ώς που η πολλή μακρότης
μου το ’κρυψε και αυτό.
Σ’ ολίγο, σ’ ολιγάκι
δεν ήξερα να πω
αν έβλεπα πανάκι
20
ή του πελάγου αφρό·
και αφού πανί, μαντίλι
εχάθη στο νερό,
εδάκρυσαν οι φίλοι,
εδάκρυσα κι εγώ.
25
Δεν κλαίγω τη βαρκούλα,
δεν κλαίγω τα πανιά,
μόν’ κλαίγω την Ξανθούλα,
που πάει στην ξενιτιά.
Δεν κλαίγω τη βαρκούλα
30
με τα λευκά πανιά,
μόν’ κλαίγω την Ξανθούλα
με τα ξανθά μαλλιά. *
στροφή 1
[…] την είδα όταν αργά
εκίνησε η βαρκούλα […]