AΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΟΔ. ΕΛΥΤΗ

 ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ (1911-1996)


Ντοκιμαντέρ για τη ζωή και το έργο του



ΜΕΛΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΠΟΙΗΣΗ



ΑΠΑΓΓΕΛΙΕΣ 







ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 

Τὸ Φωτόδεντρο καὶ ἡ δέκατη τέταρτη Ὀμορφιά

Μ᾿ ἕνα τίποτα ἔζησα
Μονάχα οἱ λέξεις δὲ μοῦ ἀρκούσανε
Σ᾿ ἑνὸς περάσματος ἀέρα
ξεγνέθοντας ἀπόκοσμη φωνὴ τ᾿ αὐτιά μου
φχιὰ
φχιοὺ φχιού
ἐσκαρφίστηκα τὰ μύρια ὅσα
Τί γυαλόπετρες φοῦχτες
τί καλάθια φρέσκες μέλισσες καὶ σταμνιὰ φουσκωτὰ ὅπου
ἄκουγες βββ νὰ σοῦ βροντάει ὁ αἰχμάλωτος ἀέρας.

Κάτι
Κάτι δαιμονικὸ μὰ ποὺ νὰ πιάνεται σὰν σὲ δίχτυ στὸ σχῆμα τοῦ Ἀρχαγγέλου
Παραλαλοῦσα κι ἔτρεχα
Ἔφτασα κι ἀποτύπωνα τὰ κύματα στὴν ἀκοὴ ἀπ᾿ τὴ γλώσσα

- Ἔ καβάκια μαῦρα, φώναζα, κι ἐσεῖς γαλάζια δέντρα τί ξέρετε ἀπὸ μένα;
- Θόη θόη θμός
- Ἔ; Τί;
- Ἀρίηω ἠθύμως θμὸς
- Δὲν ἄκουσα τί πράγμα;
- Θμὸς θμὸς ἄδυσος

Ὥσπου τέλος ἔνιωσα
κι ἂς πᾶ᾿ νὰ μ᾿ ἔλεγαν τρελὸ
πῶς ἀπό ῾να τίποτα γίνεται ὁ Παράδεισος.


Ὁ μικρὸς Ναυτίλος

Ὅτι μπόρεσα ν᾿ ἀποχτήσω μία ζωὴ ἀπὸ πράξεις ὁρατὲς γιὰ ὅλους, ἑπομένως νὰ κερδίσω τὴν ἴδια μου διαφάνεια, τὸ χρωστῶ σ᾿ ἕνα εἶδος εἰδικοῦ θάρρους ποὺ μοῦ ῾δωκεν ἡ Ποίηση: νὰ γίνομαι ἄνεμος γιὰ τὸ χαρταετὸ καὶ χαρταετὸς γιὰ τὸν ἄνεμο, ἀκόμη καὶ ὅταν οὐρανὸς δὲν ὑπάρχει.

Δὲν παίζω μὲ τὰ λόγια. Μιλῶ γιὰ τὴν κίνηση ποὺ ἀνακαλύπτει κανεὶς νὰ σημειώνεται μέσα στὴ «στιγμή» ὅταν καταφέρει νὰ τὴν ἀνοίξει καὶ νὰ τῆς δώσει διάρκεια. Ὁπόταν, πραγματικά, καὶ ἡ Θλίψις γίνεται Χάρις καὶ ἡ Χάρις Ἄγγελος· ἡ Εὐτυχία Μοναχὴ καὶ ἡ Μοναχὴ Εὐτυχία.

μὲ λευκές, μακριὲς πτυχὲς πάνω ἀπὸ τὸ κενὸ ἕνα κενὸ γεμάτο σταγόνες πουλιῶν, αὖρες βασιλικοῦ καὶ συριγμοὺς ὑπόκωφου Παραδείσου.


Σῶμα τοῦ καλοκαιριοῦ

Ὢ σῶμα τοῦ καλοκαιριοῦ γυμνὸ καμένο
Φαγωμένο ἀπὸ τὸ λάδι κι ἀπὸ τὸ ἀλάτι
Σῶμα τοῦ βράχου καὶ ῥῖγος τῆς καρδιᾶς
Μεγάλο ἀνέμισμα τῆς κόμης λυγαριᾶς
Ἄχνα βασιλικοῦ πάνω ἀπὸ τὸ σγουρὸ ἐφηβαῖο
Γεμᾶτο ἀστράκια καὶ πευκοβελόνες
Σῶμα βαθὺ πλεούμενο τῆς μέρας!


Ἡλικία τῆς γλαυκῆς θύμησης

Ἐλαιῶνες κι ἀμπέλια μακριὰ ὡς τὴ θάλασσα
Κόκκινες ψαρόβαρκες μακριὰ ὡς τὴ θύμηση
Ἔλυτρα χρυσὰ τοῦ Αὐγούστου στὸν μεσημεριάτικο ὕπνο
Μὲ φύκια ἢ ὄστρακα. Κι ἐκεῖνο τὸ σκάφος
Φρεσκοβγαλμένο, πράσινο, ποὺ διαβάζεις ἀκόμη
στὴν εἰρήνη τὸν κόλπου τῶν νερῶν ἔχει ὁ Θεός.

Περάσανε τὰ χρόνια φύλλα ἢ βότσαλα
Θυμᾶμαι τὰ παιδόπουλα τοὺς ναῦτες ποὺ ἔφευγαν
Βάφοντας τὰ πανιὰ σὰν τὴν καρδιά τους
Τραγουδοῦσαν τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα.
Κι εἶχαν ζωγραφιστοὺς βοριάδες μὲς στὰ στήθια.

Τί γύρευα ὅταν ἔφτασες βαμμένη ἀπ᾿ τὴν ἀνατολὴ τὸν ἥλιου
Μὲ τὴν ἡλικία τῆς θάλασσας στὰ μάτια
Καὶ μὲ τὴν ὑγεία τὸν ἥλιου στὸ κορμὶ - τί γύρευα
Βαθιὰ στὶς θαλασσοσπηλιὲς μὲς στὰ εὐρύχωρα ὄνειρα
Ὅπου ἄφριζε τὰ αἰσθήματά του ὁ ἄνεμος;
Ἄγνωστος καὶ γλαυκὸς χαράζοντας στὰ στήθια μου
τὸ πελαγίσιο του ἔμβλημα.
Μὲ τὴν ἄμμο στὰ δάχτυλα ἔκλεινα τὰ δάχτυλα
Μὲ τὴν ἄμμο στὰ μάτια ἔσφιγγα τὰ δάχτυλα
Ἦταν ἡ ὀδύνη

Θυμᾶμαι ἦταν Ἀπρίλης ὅταν ἔνιωθα πρώτη
φορᾶ τὸ ἀνθρώπινο βάρος σου.
Τὸ ἀνθρώπινο σῶμα σου πηλὸ κι ἁμαρτία
Ὅπως τὴν πρώτη μέρα μας στὴ γῆ.
Γιόρταζαν οἱ ἀμαρυλλίδες - Μὰ θυμᾶμαι πόνεσες
Ἤτανε μία βαθιὰ δαγκωματιὰ στὰ χείλια
Μία βαθιὰ νυχιὰ στὸ δέρμα κατὰ κεῖ ποὺ
χαράζεται παντοτινὰ ὁ χρόνος.

Σ᾿ ἄφησα τότες
Καὶ μία βουερὴ πνοὴ σήκωσε τ᾿ ἄσπρα σπίτια
Τ᾿ ἄσπρα αἰσθήματα φρεσκοπλυμένα ἐπάνω
Στὸν οὐρανὸ ποὺ φώτιζε μ᾿ ἕνα μειδίαμα.
Τώρα θά ῾χω σιμά μου ἕνα λαγήνι ἀθάνατο νερό
Θά ῾χω ἕνα σχῆμα λευτεριᾶς ἀνέμου ποὺ κλονίζει
Κι ἐκεῖνα τὰ χέρια σου ὅπου θὰ τυραννιέται ὁ ἔρωτας
Κι ἐκεῖνο τὸ κοχύλι σου ὅπου θ᾿ ἀντηχεῖ τὸ Αἰγαῖο.

(Προσανατολισμοί) ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

ΤΑ ΚΟΛΛΑΖ ΤΟΥ ΟΔ. ΕΛΥΤΗ

Όλοι γνωρίζουμε τον Οδυσσέα Ελύτη από το ποιητικό του έργο, ελάχιστοι γνωρίζουν το εικαστικό του έργο, τα κολάζ (συνεικόνες κατά τον ίδιο) και τη ζωγραφική.

Η τέχνη του κολάζ συνάντησε τον Οδυσσέα Ελύτη όταν ήταν είκοσι πέντε χρονών. Το 1936 εμφανίζεται με τα πρώτα του κολάζ στην «Α΄ Διεθνή Υπερρεαλιστική Έκθεση Αθηνών» ενώ από το 1965 ασχολείται συστηματικά δείχνοντάς τα σε εκθέσεις και τυπώνοντάς τα σε λευκώματα.

1

Ο ίδιος εξηγούσε λέγοντας:
«Σκοπός μου δεν ήταν να παίξω. Ήταν να μεταγράψω την ποιητική μου σ’ ένα επίπεδο αποσπασμένο από τους ήλιους του σταυρού της γλώσσας. Και μου φάνηκε με το πείραμα που έκανα, ότι κρατούσα ίσως στα χέρια μου το κατάλληλο κλειδί. Πολλές παλιές μου ορέξεις άρχισαν σιγά-σιγά, με άλλου είδους απαιτήσεις, ν’ ανεβαίνουν από το βυθό των ποιημάτων μου στην επιφάνεια» (Το δωμάτιο με τις εικόνες, Ίκαρος 1986)

2

Αλλά για αυτή του την άλλη θέαση της ποίησης δεν θα μπορούσε να μας ταξιδέψει καλύτερα άλλος από την Μαρίνα Λαμπράκη Πλάκα, διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης και καθηγήτρια της Ιστορίας της Τέχνης. Γράφει λοιπόν για τα οπτικά ποιήματα του Οδυσσέα Ελύτη:

3

«Για τον Ελύτη, το κολάζ είναι μια εναλλακτική γλώσσα της αποκάλυψης. Στα συντακτικά στοιχεία του, είτε προέρχονται από φωτογραφίες είτε από έργα τέχνης, σταχυολογούμε το ευρετήριο του φανταστικού μουσείου του ποιητή. Ένα φανταστικό μουσείο όπου συνοικούν χρώματα, πίνακες ζωγραφικής, ερατεινά και μελλέφηβα σώματα κοριτσιών και αγγέλων, πτυχές κυμάτων και χιτώνων, αγάλματα και μέλη ναών, τα λευκά του ασβέστη και του γάλακτος, από ένα στίχο της Σαπφώς. Η Ακρόπολη, η Πομπηία και η Αγία Σοφία.

Ο υπερρεαλισμός προγύμνασε τον Ελύτη να υπερπηδά τα σύνορα, τα γεωγραφικά και τα χρονικά. Ορεινά και θαλασσινά τοπία συνεισχωρούν το ένα στο άλλο. Η Ελλάδα υγρή και στερεή, ναυτική και ορεσείβια συνυπάρχει σ’ έναν ειρηνικό συγκριτισμό, όπως συγκατοικούν φίλια τα τοπία της μνήμης. Το ίδιο και η ιστορία καταλύει αλληλουχίες και πρωθύστερα στα καλάζ του Ελύτη. Κούροι και άγγελοι, κόρες και άγιοι αγναντεύονται και νεύουν μέσα σε μια συγχρονία, όπου οι διχασμοί, τα διλήμματα, τα ιδεολογήματα, δεν έχουν καμιάν ισχύ. Τα κολάζ του Ελύτη σε ξεναγούν στην ποιητική του…

4

Έμμονες εικόνες, τα κορίτσια γυμνά ή ημίγυμνα. Έμμονα χρώματα, το λευκό, το πορφυρό, το γαλάζιο, η ώχρα. Ή μετωνυμικά: ο ασβέστης, η θάλασσα και το λουλάκι, η φωτιά, μια κόκκινη βάρκα, το χρυσό δέρας των κοριτσιών, το ξερό χόρτο, νεοκλασικές προσόψεις.

Με θραύσματα του ορατού, ο Ελύτης συχνά οικοδομεί το αόρατο. Τα αφηρημένα κολλάζ του αφήνουν να διαφανεί μια σπονδύλωση πιο ισχυρή. Μεγάλες σιωπές εναλλάσσονται με επεισόδια, σχήματα ήρεμα εμψυχώνονται από αιφνίδιες εντάσεις.

5
Στην υδατογραφία, που ασκεί πιο συστηματικά στη δεκαετία του ’80 ο ποιητής, παράλληλα με τα πιο αφηρημένα κολλάζ, αναδεικνύεται σε αυθεντικό ακόλουθο του Πάουλ Κλέε. Συνθέσεις με γεωμετρική αρμοδεσιά, όπου εισχωρεί πάντα ένα ζωοφόρο στοιχείο ανησυχίας, ένα ανεπαίσθητο αεράκι, φυλλώματα, ιστία, ιμάτια που ανεμίζουν. Η τεχνική πειθαρχεί στη ρευστότητα του υλικού, στην πύκνωση και αραίωση της χρωστικής ύλης, στις αλχημικές κράσεις των χρωμάτων, στις ενδιάμεσες σιωπές και στα αβρά περάσματα από τον ένα τόνο στον άλλον. Το χρώμα, κυματιστό και διάφανο και ιριδίζον, λάμπει, άλλοτε σαν βυθός ηλιόχαρής και άλλοτε σαν πολύτιμο πετράδι.

7

Η ζωγραφική του Οδυσσέα Ελύτη είναι μια οπτική επαλήθευση της ποίησής του. Ο δεύτερος όρος μιας εξίσωσης όπου κυριαρχεί η πλατωνική συγγυμνασία των αισθήσεων. Αισθήσεων που έχουν ασκηθεί να συλλαβίζουν τα σκιρτήματα της φύσης και να αποκρυπτογραφούν τα μυστικά της τέχνης σε μια κλίμακα ασυνήθιστη για την ελληνική δημιουργία».

Η δεύτερη έκδοση του βιβλίου του με τον τίτλο «ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΟΔΟΣ» που τυπώθηκε τον Οκτώβριο του 1995, τριάντα τρεις τέμπερες, μια υδατογραφία και δώδεκα σχέδια του Οδυσσέα Ελύτη συνοδεύουν με μοναδικό τρόπο τα ποιήματά του!