ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ

 EL GRECO ( 2007) - ταινία του Γ. Σμαραγδή

Η ταινία έχει θέμα την περιπετειώδη ζωή του ζωγράφου. Από την Κρήτη και την Βενετία μέχρι τις αυλές του Τολέδο, ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος αναζητά την καλλιτεχνική και προσωπική ελευθερία. Η ταινία ξεκινά το 1566 στον Χάνδακα (μετέπειτα Ηράκλειο) όπου ο Δομίνικος Θεοτοκόπουλος (τον ερμηνεύει ο Νικ Ασντον) μαθαίνει να ζωγραφίζει. Ο πατέρας του (Γιώργος Χαραλαμπίδης) μάχεται τους κατακτητές, ενώ ο νεαρός καλλιτέχνης απολαμβάνει ήδη μεγάλη φήμη. Μέσα σε αυτήν την πραγματικότητα, ο Γκρέκο προσπαθεί να συμφιλιώσει την κρητική του καταγωγή με τον προφανή μαγνητισμό που ασκεί πάνω του η Βενετία. Η ταινία επικεντρώνεται στους αγώνες του Ελ Γκρέκο κατά των θεσμών, όπως η Ιερά Εξέταση.
Το γύρισμα μιας ταινίας με θέμα τη ζωή του Ελ Γκρέκο δεν ήταν εύκολη υπόθεση, για τον σκηνοθέτη Γιάννη Σμαραγδή, μιας και οι λεπτομέρειες για τη ζωή του που έχουν γίνει γνωστές είναι ελάχιστες και προέρχονται από επιστολές και έγγραφα της εποχής. Στην ταινία συμμετέχουν εξαιρετικοί Έλληνες και διεθνείς ηθοποιοί (ο Βρετανός ηθοποιός Nick Ashdon, ο Ισπανός ηθοποιός Juan Diego Botto, ("Ο χορευτής του πάνω ορόφου") οι Λάκης Λαζόπουλος, Σωτήρης Μουστάκας, Ντίνα Κώνστα, Γιάννης Μπέζος, Δήμητρα Ματσούκα, Γιώργος Χαραλαμπίδης, Γιώργος Χριστοδούλου, Ελένη Καστάνη, Τάσος Παλαντζίδης, και πολλοί άλλοι.
Τη μουσική της ταινίας θα υπογράψει ο βραβευμένος με Oscar Έλληνας συνθέτης Βαγγέλης Παπαθανασίου, και τη διεύθυνση φωτογραφίας ο Νίκος Σμαραγδής. Ο σκηνογράφος Δαμιανός Ζαρίφης έχει σχεδιάσει τα σκηνικά ενώ τα 800 συνολικά κοστούμια έχει σχεδιάσει και επιμεληθεί η βραβευμένη με 2 βραβεία GOYA Ισπανίδα ενδυματολόγος Lala Huete ("Βelle Epoque", " Το κορίτσι των ονείρων σου", "Στρατιώτες της Σαλαμίνας") αναβιώνοντας την ενετοκρατούμενη πόλη του Ηρακλείου του 16ου αιώνα.

ΣΤΕΛΛΑ - 1955

Στις 21 Νοεμβρίου του 1955 έκανε πρεμιέρα στους ελληνικούς κινηματογράφους μία ταινία που άφησε εποχή, η “Στέλλα” του Μιχάλη ΚακογιάννηΜε πρωταγωνίστρια την Μελίνα Μερκούρη, αυτή ήταν η μόλις δεύτερη ταινία του σπουδαίου σκηνοθέτη, που πριν ένα χρόνο είχε κάνει το ντεμπούτο του με το “Κυριακάτικο Ξύπνημα”, μία επίσης σημαντική ταινία για τον ελληνικό κινηματογράφο με διεθνείς διακρίσεις.Η “Στέλλα”, όμως, έγινε ταινία-σταθμός τόσο για τον Μιχάλη Κακογιάννη όσο και για την Μελίνα Μερκούρη, αφενός γιατί εδραίωσε τις δύο αυτές σημαντικές προσωπικότητες για τον πολιτισμό, αφετέρου γιατί με το τολμηρό του θέμα ήταν ίσως η πρώτη πραγματικά “φεμινιστική” ταινία του ελληνικού κινηματογράφου. Φυσικά δεν μπορούμε να ξεχάσουμε και την συγκλονιστική μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, που με τη βοήθεια του Βασίλη Τσιτσάνη, έγραψε τα τραγούδια “Το Φεγγάρι είναι Κόκκινο”, “Εφτά Τραγούδια Θα σου Πω” και φυσικά το «Αγάπη που ‘γινες δίκοπο μαχαίρι», το οποίο η Μερκούρη απογείωσε με την ερμηνεία της.

Ο Μιχάλης Κακογιάννης σκηνοθέτησε μόλις 15 ταινίες σε όλη την καριέρα του, κάθε μία όμως από αυτές άφησε εποχή. Αποθανατίζοντας τις αντιθέσεις της ελληνικής κοινωνίας, ο κινηματογραφιστής αποτύπωσε την σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, όπως λίγοι σκηνοθέτες. Έτσι, και στην “Στέλλα” ο Κακογιάννης θέλησε να αποτυπώσει την πραγματικότητα των γυναικών της εποχής, που επιθυμούσαν να είναι ελεύθερες. Αψηφώντας τις προκαταλήψεις της εποχής, λοιπόν, ο Κακογιάννης έδωσε φωνή σε μία ανεξάρτητη γυναίκα, που ζούσε απελευθερωμένη από τις κοινωνικές συμβάσεις.

Κάπως έτσι, γεννήθηκε η “Στέλλα”, μία λαϊκή τραγουδίστρια που ερωτεύεται παράφορα τον Μίλτο, που υποδύεται ο πρωτοεμφανιζόμενος τότε Γιώργος Φούντας. Δέχεται να τον παντρευτεί, αλλά το μετανιώνει αμέσως, αφού δεν θέλει να περιοριστεί από έναν γάμο. Έτσι, τον στήνει στην εκκλησία και περνά τη νύχτα της με έναν νεαρό που γνώρισε, τον Αντώνη (Κώστας Κακκαβάς).

Όπως είναι λογικό, όταν η ταινία προβλήθηκε για πρώτη φορά, η ελληνική κοινωνία αντέδρασε μπροστά στην εικόνα μίας ανεξάρτητης γυναίκας, που όχι μόνο δεν ήθελε να παντρευτεί, αλλά ήταν και σεξουαλικά απελευθερωμένη. Οι κριτικές του ελληνικού Τύπου, λοιπόν, ήταν διχασμένες. Όλα, όμως, άλλαξαν όταν η “Στέλλα” ταξίδεψε στις Κάννες και κέρδισε τα εύσημα που άξιζε.

Η “Στέλλα” του Μιχάλη Κακογιάννη, λοιπόν, διακρίθηκε αρχικά με τη Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ξένης Ταινίας το 1956 και με το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας Ρετροσπεκτίβας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 1960.

Μάλιστα, όπως, αναφέραμε η ταινία “ταξίδεψε” και στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Καννών, όπου θεωρείτο φαβορί για τον Χρυσό Φοίνικα, το οποίο όμως τελικά δεν κέρδισε. Παρ’ όλ’ αυτά, κάποια μέλη της κριτικής επιτροπής “ερωτεύτηκαν” τόσο την ερμηνεία της Μελίνας Μερκούρη, που της έδωσαν ένα ειδικό βραβείο ερμηνείας, το οποίο ονομάστηκε “Βραβείο Ίσα Μιράντα”, με το όνομα δηλαδή της Ιταλίδας σταρ και μέλος της επιτροπής που πάλεψε για αυτή τη διάκριση.

 Τελικά, πέντε χρόνια αργότερα, η Μελίνα Μερκούρη κέρδισε το “κανονικό” Βραβείο Ερμηνείας στο Φεστιβάλ Καννών, αυτή τη φορά για την ταινία “Ποτέ την Κυριακή” του Ζυλ Ντασσέν.

 



IL POSTINO -1994

Oταν εξηγείς την ποίηση, γίνεται κοινότυπη. Πώς μπορείς να ερμηνεύσεις άλλωστε τη μαγεία που δημιουργείται, όταν δύο αταίριαστες λέξεις συναντιούνται απροσδόκητα κι ανοίγουν διάπλατα τις πόρτες σε έναν νέο κόσμο; Το ίδιο αταίριαστοι ήταν και οι δύο πρωταγωνιστές του «Ταχυδρόμου», ο διάσημος Χιλιανός ποιητής «του έρωτα και του κομμουνισμού» Πάμπλο Νερούδα και ο άσημος κι ασήμαντος Ιταλός ταχυδρόμος Μάριο Ρουόπολο. Συναντήθηκαν, ωστόσο, σε ένα μικρό νησί της Ιταλίας στις αρχές της δεκαετίας του '50 κι αυτή η απρόσμενη φιλία άνοιξε το ίδιο διάπλατα τις πόρτες σε μια άλλου είδους ποίηση: την κινηματογραφική.

     Κι αν οι πιο κυνικοί ισχυριστούν ότι αυτή η επιτυχία προέκυψε τόσο λόγω του τραγικού θανάτου του πρωταγωνιστή, σεναριογράφου και άτυπου συν-σκηνοθέτη Μάσιμο Τροίζι από ανακοπή καρδιάς σε ηλικία μόλις 41 χρόνων λίγες ώρες μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων, όσο και εξαιτίας της επιθετικής προώθησης της ταινίας από τον διαβόητο (για ολότελα διαφορετικούς τότε λόγους) Αμερικανό διανομέα της Χάρβεϊ Γουάινστιν, η αλήθεια είναι πως κανένα marketing δεν θα ήταν ικανό να καταστήσει οποιαδηποτε ταινία τόσο διαχρονικά αγαπητή και μάλιστα σε τόσο κόσμο, αν δεν ηταν η ίδια ένα αλησμόνητο έκτοτε υπόδειγμα λιτότητας και συναισθηματικής γενναιοδωρίας.

Παρά τη διάχυτη περί του αντιθέτου πεποίθηση (η οποία ούτως ή άλλως ελάχιστη σημασία έχει), ο «Ταχυδρόμος» δεν βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα, αλλά αποτελεί κινηματογραφική διασκευή του μυθιστορήματος με τίτλο «Ardiente Paciencia» και remake της ομότιτλης ταινίας του Χιλιανού συγγραφέα και σκηνοθέτη Αντόνιο Σκαρμέτα. H δράση μάλιστα μεταφέρθηκε από τη Χιλή του 1969 του πρωτογενούς υλικού στο Κάπρι του 1952, όπου ο Νερούδα όντως παρέμεινε για αρκετούς μήνες κατά τη διάρκεια της τετραετούς εξορίας από τη χώρα του λόγω της κομμουνιστικής του δράσης.


Εκεί, η φαντασία των σεναριογράφων Ανα Παβινιάνο, Μάικλ Ράντφορντ, Φούριο Σκαρπέλι, και (κυρίως) Μάσιμο Τροίζι έπλασε και τοποθέτησε τον νεαρό Μάριο Ρουόπολο, έναν άνεργο και φτωχό γιο ψαρά, απρόθυμο να συνεχίσει την επαγγελματική παράδοση της οικογένειας, ο οποίος ως ένας από τους ελάχιστους κατοίκους του χωριού του που γνωρίζουν έστω και στοιχειωδώς γραφή και ανάγνωση, θα αναλάβει το προσωρινό πόστο της παράδοσης της αλληλογραφίας στον διάσημο επισκέπτη-εξόριστο του νησιού.

Ο ντροπαλός και αφελής ταχυδρόμος θα ενθουσιαστεί από την άφιξη του ποιητή και θα αρχίσει να διαβάζει το έργο του. Μέσω της καθημερινής του επαφής με τον Νερούδα, ο Μάριο θα ανακαλύψει τον πρωτόγνωρο γι’ αυτόν κόσμο της ποίησης, ενώ ο Χιλιανός ποιητής με τη σειρά του θα βρει στο πρόσωπο του νεαρού ταχυδρόμου έναν απρόσμενο φίλο και θα περάσει μαζί του ατέλειωτες ώρες συζητώντας για τα νοήματα των λέξεων, την πολιτική, το γράψιμο και, πάνω από όλα, για τις γυναίκες και τον έρωτα, αφού ο Μάριο εκτός από την ποίηση ή μάλλον ακριβώς λόγω αυτής, θα ερωτευτεί παράφορα την πανέμορφη συγχωριανή του Μπεατρίτσε Ρούσο. Γεννημένος ποιητής, αλλά χωρίς το απαραίτητο γλωσσικό υπόβαθρο, ο Μάριο θα ζητήσει τη συνδρομή του νέου φίλου του προκειμένου να εκφράσει τον έρωτά του, θα συνειδητοποιήσει όμως ότι η ποίηση δεν χρειάζεται απαραίτητα φιλολογικές γνώσεις, αλλά βρίσκεται παντού κι αρκεί απλώς να ανοίξεις την καρδιά σου σε αυτή.

Πατώντας στην μακρόχρονη παράδοση του ιταλικού νεορεαλισμού και υιοθετώντας την αφηγηματική οικονομία του και τον ουμανισμό του, ο «Ταχυδρόμος» αφηγείται μια απλή, κι ενδεχομένως απλόϊκή, όπως ακριβώς ο ήρωάς της, ιστορία, η οποία όμως διαθέτει μια σαρωτική συναισθηματική δύναμη, που την καθιστά ακαταμάχητη. Γεμάτη από τον πανέμορφο λόγο του Πάμπλο Νερούδα, ο ερωτισμός και ο λυρισμός του οποίου διαποτίζει το αντίστοιχης εικαστικής ομορφιάς ιταλικό τοπίο, η ταινία του Ράντφορντ διαθέτει εκείνη τη (λαϊκή) σοφία που δεν φωνάζει ποτέ τα μηνύματά της, αλλά αρκείται σε ένα ανεπάισθητο βλέμμα του πρωταγωνιστή της, δύο-τρεις λέξεις του ανθρώπου που την ενέπνευσε και σε μερικές νότες της βραβευμένης με Οσκαρ και κλασικής πλέον μουσικής του Λουίς Μπακάλοφ για να πλάσει με τα ταπεινά υλικά της έναν κόσμο απτό, αλλά και ξεχωριστό ταυτόχρονα, με τον ίδιο τροπο που το πετυχαίνει ένα ποίημα.

Καρδιά (τραγικά ειρωνική η λέξη) και ψυχή της ταινίας ήταν και θα παραμείνει για πάντα ο πρωταγωνιστής της, Μάσιμο Τροίζι, ένας ελάχιστα γνωστός εκτός των συνόρων της Ιταλίας μέχρι τότε κωμικός, ο οποίος παρά τα σοβαρότατα καρδιακά προβλήματα που αντιμετώπιζε συνεχισε τα γυρίσματα και ανέβαλε την εγχείρηση που ενδεχομένως θα τον έσωζε μέχρι αυτά να ολοκληρωθούν, μια απόφαση που τελικά του στοίχισε τη ζωή. Πολλοί είδαν στην ερμηνεία του μια μεταφυσική αντιστοιχία της ζωής με την τέχνη και την ερμήνευσαν πρωθύστερα με βάση τον θάνατο του ηθοποιού. Η αλήθεια είναι ότι υπάρχει όντως κάτι ανατριχιαστικά υπερβατικό στο βλέμμα του Τροίζι, το οποίο μοιάζει σε σημεία να ατενίζει το επέκεινα, αλλά η ερμηνεία του, όπως και ολόκληρη η ταινία δεν πρέπει να περιορίζεται σε αυτό το αναμφίβολα τραγικό γεγονός, το οποίο αν δεν είχε συμβεί δε θα στερούσε τίποτα από το συναισθηματικό εκτόπισμα και την οργανική και σχεδόν ενστικτώδη αμεσότητα της.

Διαψεύδοντας τη θεωρία του δημιουργού ή μάλλον επιβεβαιώνοντάς της εκ του αντιθέτου, ο Ταχυδρόμος δεν είναι μια ταινία - αποτέλεσμα του οράματος του σκηνοθέτη της Μάικλ Ράντφορντ, ο οποίος ούτε πριν και κυρίως ουδέποτε μετά κατάφερε να δημιουργήσει κάτι τόσο ξεχωριστό ή έστω αξιομνημόνευτο, αλλά ένα ποίημα. Και όπως κάθε ποίημα, δεν ανήκει πλέον σε αυτόν που το έγραψε, αλλά σε αυτούς που το έχουν ανάγκη.


.............................................................................................................................................................

ΣΑΙΞΠΗΡ - ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΛΗΡ

Ο Βασιλιάς Ληρ κατατάσσεται στις ιστορικές τραγωδίες του Σαίξπηρ και μαζί με τον Μακμπέθ αποτελούν τα δημοφιλέστερα έργα που βασίζονται σε υπαρκτά πρόσωπα, στις πολυτάραχες ιστορίες βασιλέων του πρώιμου Μεσαίωνα, ο Ληρ Βασιλιάς της Βρετανίας και ο Μακμπέθ Βασιλιάς της Σκωτίας. Εκτός από την επικράτεια όπου βασίλεψαν, τους δύο βασιλιάδες χωρίζουν περίπου 1500 χρόνια καθιστώντας έτσι τον έναν μύθο (Βασιλιά Ληρ) και τον άλλον ιστορία (Μακμπέθ).Το θέμα της τραγωδίας είναι η απόφαση του βασιλιά Λήρ να μοιράσει το βασίλειό του στις τρεις θυγατέρες του, τη Γονερίλη, τη Ρεγάνη και την Κορδέλια. Αυτή που θα τον πείσει για το μέγεθος της αγάπης της, θα πάρει το βασίλειο.

Παρά τις συμβουλές του Δούκα του Κεντ, αποκληρώνει την Κορδέλια κι εξορίζει τον Δούκα. Την αποκληρωμένη κόρη παντρεύεται ο Βασιλιάς της Γαλλίας.

Ο Ληρ φιλοξενείται με τη σειρά κάθε μήνα από τις δυο μεγαλύτερες κόρες. Παρόλο που έχει παραδώσει την εξουσία, εξακολουθεί να συμπεριφέρεται με αυταρχισμό. Ο Δούκας του Κεντ, μεταμφιεσμένος, μπαίνει στην υπηρεσία του και του συμπαραστέκεται στους εξευτελισμούς που υφίσταται. Τελικά οι δυο κόρες διώχνουν τον πατέρα τους Ληρ, που ακολουθούμενος από τον πιστό του Δούκα, μεταμφιεσμένο πάντα, και από τον γελωτοποιό του περιπλανιέται μέσα σε μια άγρια νύχτα με καταιγίδα και καταφεύγει σ' ένα καλύβι ξεστομίζοντας βαριές κατάρες. Από εκεί οι πιστοί του τον φυγαδεύουν στο Ντόβερ, απέναντι από τις γαλλικές ακτές.

Στο μεταξύ ο Δούκας της Κορνουάλης, σύζυγος της Ρεγάνης, σκοτώνεται σε μια συμπλοκή, ενώ ο Βασιλιάς της Γαλλίας αποβιβάζεται με στρατό στο Ντόβερ. Η Κορδέλια ειδοποιείται κι έρχεται να συναντήσει τον πατέρα της που βρίσκεται πια στα πρόθυρα της τρέλας. Η συνάντηση γίνεται στο φράγκικο στρατόπεδο. Ακολουθεί σύγκρουση των φράγκικων και αγγλικών στρατευμάτων και νικούν οι Άγγλοι. Ο Ληρ και η Κορδέλια συλλαμβάνονται και φρουρούνται. Ανάμεσα στις δυο βασίλισσες αδελφές, τη Γονερίλη και τη Ρεγάνη, ξεσπάει διχόνοια. Η Γονερίλη δηλητηριάζει τη Ρεγάνη και η ίδια αυτοκτονεί.

Η Κορδέλια δολοφονείται και ο Ληρ ξεψυχάει κρατώντας στην αγκαλιά του το σώμα της.

Αξιόλογη κινηματογραφική μεταφορά του έργου αποτελεί εκείνη του Κόζιντζεφ.





.......................................................................................................................................................

ΕROICA (1960) - ταινία του Μιχ. Κακογιάννη

Μεταφορά του ομώνυμου μυθιστορήματος του Κοσμά Πολίτη, με μεγάλη πιστότητα στην απόδοση της ατμόσφαιρας του ρομαντικού κλίματος που επικρατούσε εκείνη την εποχή. Βρισκόμαστε στην Αίγινα, στα τέλη της δεκαετίας του ’30. Οι απόφοιτοι του τοπικού λυκείου, με αρχηγό τον Λοΐζο, οργανώνουν ένα πυροσβεστικό σώμα και διάγουν λιτή ζωή, όπως οι αρχαίοι Έλληνες. Στενοί φίλοι του Λοΐζου είναι ο Αλέκος, ο Δημήτρης και ο Ανδρέας. Όταν ο Νέστωρ, ένας απόφοιτος του καθολικού σχολείου, προκαλεί άθελά του το θάνατο του Ανδρέα, ο Λοΐζος αρχίζει να σκέφτεται με ποιο τρόπο θα τον εκδικηθεί. Στο μεταξύ, όλοι τους γοητεύονται από τη γλυκιά Μόνικα, την όμορφη κόρη του άγγλου πρόξενου, ιδιαίτερα δε ο Αλέκος. Στο χορό μεταμφιεσμένων που δίνεται στο σπίτι της, ο Αλέκος γίνεται φίλος με τον παράξενο αδελφό της, τον Σεμπάστιαν, ο οποίος αντιλαμβάνεται ότι στη Μόνικα αρέσει ο Λοΐζος κι υπόσχεται να βοηθήσει στο να τα «φτιάξουν» μεταξύ τους. Ο Λοΐζος που πληροφορείται ότι ο Σεμπάστιαν είναι γιος ενός πλούσιου διπλωμάτη που υπήρξε εραστής της μακαρίτισσας μητέρας του, φεύγει από το νησί, ακολουθώντας μια ώριμη τραγουδίστρια της επιθεώρησης. Τώρα, ο Αλέκος γίνεται ο αρχηγός της παρέας, αλλά είναι τόσο άπειρος ώστε βάζει κατά λάθος φωτιά στο σπίτι του Νέστορα κι αναγκάζει τη Μόνικα να κάνει έρωτα μαζί του. Στη συνέχεια, παριστάνει την «αδέσποτη γάτα» και σκοτώνεται από τα πυρά του Σεμπάστιαν.

Και η μεταγενέστερη θεατρική μεταφορά της.


...............................................................................................................................................................


Η μεταφορά στον κινηματογράφο του βιβλίου του Ν. Καζαντζάκη Ο βίος και η πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά.


Ο Αλέξης Ζορμπάς ή Ζορμπάς ο Έλληνας (αγγλικά: Zorba the Greek‎‎) είναι βρετανοελληνική ταινία του 1964, σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη, με τους Άντονι Κουίν, Άλαν Μπέιτς, Ειρήνη Παππά και Σωτήρη Μουστάκα. Είναι βασισμένη στο βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη, Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά.

Η ταινία απέσπασε τρία βραβεία Όσκαρ το 1964, με σημαντικότερο το Όσκαρ Β΄ Γυναικείου Ρόλου για την ερμηνεία της Λίλα Κέντροβα, στον ρόλο της Μαντάμ Ορντάνς. Η μουσική που συμπεριλήφθηκε στην ταινία, την οποία έγραψε ο Μίκης Θεοδωράκης, έγινε παγκοσμίως γνωστή ως συρτάκι ή Ο Χορός του Ζορμπά. Οι εξωτερικές σκηνές της ταινίας γυρίστηκαν στην Κρήτη.


ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ

Η τιμή και το χρήμα του Κ. Θεοτόκη (λογοτεχνία) μεταφέρεται κινηματογραφικά στη μεγάλη οθόνη: Η τιμή της αγάπης (ταινία) της Τ. Μαρκετάκη.




Μουσικό διάλειμμα....





Δραστηριότητα 2η

Με αφορμή τα αποσπάσματα από την ταινία και αφού διαβάσετε λογοτεχνικές κριτικές και αναλύσεις για το λογοτεχνικό κείμενο του Κ. Θεοτόκη (τις οποίες και θα αναζητήσετε διαδικτυακά), να μεταφέρετε στο τετράδιό σας τις σκέψεις σας για τη θέση της γυναίκας εκείνη την εποχή

Εναλλακτικά θα μπορούσατε να επιλέξετε μια σκηνή του κειμένου και να προσπαθήσετε να την αποδώσετε θεατρικά.