AΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΔΟΜΗΝΙΚΟ ΘΕΟΤΟΚΟΠΟΥΛΟ

 ΔΟΜΗΝΙΚΟΣ ΘΕΟΤΟΚΟΠΟΥΛΟΣ - EL GRECO


Ας τον γνωρίσουμε καλύτερα...


Πίνακες του Ζωγράφου


΄Εκθεση στο Βυζαντινό Μουσείο για τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο


Μια ενδιαφέρουσα σελίδα με πλούσιο υλικό:

https://theotokopoulos.weebly.com/

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ Γ. ΒΙΖΥΗΝΟ

 Γ. ΒΙΖΥΗΝΟΣ (1849-1896)

     


Γεννήθηκε στη Βιζύη της Θράκης και πέθανε στην Αθήνα. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετά στη Γερμανία, όπου ασχολήθηκε κυρίως με τη φιλοσοφία και την αισθητική. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα σκόπευε να διδάξει στο Πανεπιστήμιο, αλλά τελικά μπήκε καθηγητής στο Ωδείο Αθηνών. Ένα άτυχο επεισόδιο κλόνισε τα νεύρα του και τον έκλεισαν στο Δρομοκαΐτειο φρενοκομείο. Ο Βιζυηνός μαζί με το Βικέλα είναι ο δημιουργός της πεζογραφίας στην Ελλάδα και δίκαια ονομάστηκε πατέρας του διηγήματος. Κύριο χαρακτηριστικό των πεζογραφημάτων του είναι ότι κατορθώνει να παρουσιάζει ολοκληρωμένους χαρακτήρες, τους οποίους ψυχογραφεί σε βάθος. Τα θέματά του τα αντλεί από τις παιδικές του αναμνήσεις, την οικογενειακή ζωή και το περιβάλλον του χωριού του. Έγραψε σε καθαρεύουσα, όμως στο διάλογο χρησιμοποίησε μια γλώσσα θαυμάσια πλαστική λαϊκή, που αποδίδει τέλεια το ήθος των προσώπων. Στην ποίηση ταλαντεύεται ανάμεσα στο παλιό και το καινούριο και δεν κατορθώνει να απαλλαγεί από τις αδυναμίες του ρομαντισμού. Έργα του: Ποίηση: Ποιητικά πρωτόλεια, Κων/πολη 1873. Ο Κόδρος, επικόν ποίημα, (1874). Βοσπορίδες Αύραι, 1876 (ανέκδοτο). Ατθίδες Αύραι, Λονδίνο 1883 (1884). Άλλα ποιήματα. Ποιήματα από τα χειρόγραφα «Λυρικά». Παιδικά (ανέκδοτα). Πεζά: Δημοσιεύτηκαν στην Εστία από το 1883-1895. Το αμάρτημα της μητρός μου, 1883. Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου, 1883. Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως, 1883. Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας, 1884. Το μόνον της ζωής του ταξίδιον, 1884. Μοσκώβ Σελήμ, 1895. Μελέτες: Ανά τον Ελικώνα, 1894. Άπαντα: τόμ. 1,1955.

Γνωριμία με το έργο του:

Μεταφορά στον κινηματογράφο:

Το μόνον της ζωής του ταξείδιον


Μεταφορά στην τηλεόραση:

Ποιος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου;



Μεταφορά στο θέατρο:


Το αμάρτημα της μητρός μου





ΑΠΑΓΓΕΛΙΕΣ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ και ΜΕΛΟΠΟΙΗΣΕΙΣ











ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΕ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΠΟΙΗΤΡΙΕΣ

 Από την αρχαιότητα, έχουν αναγνωριστεί μερικές γυναίκες ποιήτριες, όπως η Σαπφώ, μια από τις πιο αναγνωρισμένες ποιήτριες παγκοσμίως, η οποία έγραψε τα ποιήματά της για τις γυναίκες και τα κορίτσια που λάτρευαν, όπως εκείνη, την Αφροδίτη. Προετοίμαζε τα κορίτσια για τα μεγάλα ορόσημα της γυναικείας φύσης: την εφηβεία, τον γάμο και τον τοκετό, κάτι που ήταν αρκετά κοινό εκείνη την εποχή για τη Λέσβο.





Έπειτα, βρίσκονταν στη σκιά των αντρών συναδέλφων τους ιδίως κατά την περίοδο του Διαφωτισμού έως και τις αρχές του προηγούμενου αιώνα, όποτε έκαναν και την εμφάνιση τους. Στα τέλη του 18ου αιώνα, γίνονται γνωστές οι Φαναριώτισσες Υψηλάντη και Κατίνκω, τη δεκαετία του 1840 με την πρώτη καταγραφή μαχών της εξέγερσης της Κρήτης το 1821 η πρωτοπόρος Καμπουράκη

Η μεγάλη έκρηξη των Ελληνίδων ποιητριών γίνεται τη δεκαετία 1850-1860. Από το 1909, γίνεται γνωστή η Πηνελόπη Δέλτα και με τη γενιά του 1920 η Μαρία Πολυδούρη.



Τα τελευταία χρόνια οι Ελληνίδες ποιήτριες που γνωρίζουν επιτυχία όλο και πληθαίνουν. 

Ας θυμηθούμε μερικά από τα πιο σημαντικά ποιήματα από Ελληνίδες ποιήτριες.

Μαρία Πολυδούρη

[Και στάθηκα μπροστά…]
…………………………………………………………………
Καὶ στάθηκα μπροστὰ σὲ δυὸ μάτια μὲ δίχως ταίρια,
ὡραῖα σὰ λωτολούλουδα, μάτια νοσταλγικά,
ποὺ μοῦ μηνοῦσαν τὴν αὐγή, μὰ ὠιμένα ἦταν ἀστέρια
ποὺ μοῦ εἶχαν ρίξει λίγο φῶς κι᾿ αὐτὸ διαβατικά.


Κική Δημουλά

Υπό την απειλή του θέλω

Σοῦ ἔτεινα προσέγγιση
ἀλλὰ ἤδη χαιρετισμὸ μοῦ ἔστελνε τὸ χέρι σου
ἀπογειωμένο σὲ ὕψος ἀσφαλείας του
πάνω ἀπὸ δυὸ χιλιάδες πόδια ὑπολογίζω.

Ἄξιον ἀπορίας τὰ κατάφερα
τηλαισθαντικὸς ἀεροπειρατὴς νὰ μπῶ
στὸν ἐναέριο χῶρο του
καὶ σημαδεύοντας τὸ μὲ μακρύκανο
κυνηγετικὸν αἰφνιδιασμὸ
νὰ χάσει ὕψος τὸ ἀνάγκασα
καὶ μὲς στὸ χέρι μου νὰ προσγειωθεῖ.




Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ

Η ανορεξία της ύπαρξης

Δεν πεινάω, δεν πονάω, δε βρωμάω
ίσως κάπου βαθιά να υποφέρω και να μην το ξέρω
κάνω πως γελάω
δεν επιθυμώ το αδύνατο
ούτε το δυνατό
τα απαγορευμένα για μένα σώματα
δε μου χορταίνουν τη ματιά.

Τον ουρανό καμιά φορά
κοιτάω με λαχτάρα
την ώρα που ο ήλιος σβήνει τη λάμψη του
κι ο γαλανός εραστής παραδίνεται
στη γοητεία της νύχτας.

Η μόνη μου συμμετοχή
στο στροβίλισμα του κόσμου
είναι η ανάσα μου που βγαίνει σταθερή.

Αλλά νιώθω και μια άλλη
παράξενη συμμετοχή∙
αγωνία με πιάνει ξαφνικά
για τον ανθρώπινο πόνο.

Απλώνεται πάνω στη γη
σαν τελετουργικό τραπεζομάντιλο
που μουσκεμένο στο αίμα
σκεπάζει μύθους και θεούς
αιώνια αναγεννιέται
και με τη ζωή ταυτίζεται.

Ναι, τώρα θέλω να κλάψω
αλλά στέρεψε ως και των δακρύων μου η πηγή.




Κατερίνα Γώγου

Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά

Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά
πού κάνουν τραμπάλα στις ταράτσες ετοιμόρροπων σπιτιών
Εξάρχεια Πατήσια Μεταξουργείο Μέτς.
Κάνουν ότι λάχει.
Πλασιέ τσελεμεντέδων και εγκυκλοπαιδειών
φτιάχνουν δρόμους και ενώνουν ερήμους
διερμηνείς σε καμπαρέ τής Ζήνωνος
επαγγελματίες επαναστάτες
παλιά τούς στρίμωξαν και τά κατέβασαν
τώρα παίρνουν χάπια και οινόπνευμα να κοιμηθούν
αλλά βλέπουν όνειρα και δέν κοιμούνται.
‘Εμένα οι φίλες μου είναι σύρματα τεντωμένα
στις ταράτσες παλιών σπιτιών
Εξάρχεια Βικτώρια Κουκάκι Γκύζη.
πάνω τους έχετε καρφώσει εκατομμύρια σιδερένια
μανταλάκια
τις ενοχές σας αποφάσεις συνεδρίων δανεικά φουστάνια
σημάδια από καύτρες περίεργες ημικρανίες
απειλητικές σιωπές κολπίτιδες
ερωτεύονται ομοφυλόφιλους
τριχομονάδες καθυστέρηση
το τηλέφωνο το τηλέφωνο το τηλέφωνο
σπασμένα γυαλιά το ασθενοφόρο κανείς.
Κάνουν ό,τι λάχει.
Όλο ταξιδεύουν οι φίλοι μου
γιατί δεν τούς αφήσατε σπιθαμή για σπιθαμή.
Όλοι οι φίλοι μου ζωγραφίζουνε με μαύρο χρώμα
γιατί τούς ρημάξατε το κόκκινο
γράφουνε σε συνθηματική γλώσσα
γιατί ή δική σας μόνο για γλείψιμο κάνει.
Οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά και σύρματα
στα χέρια σας. Στο λαιμό σας.
Οι φίλοι μου.




Μάτση Χατζηλαζάρου

Έρως μελαχρινός

Σκέπτουμαι μια ζωή που θα ‘τανε βαριά σα σήμερα,
μονάχα αν έλειπες ταξίδι. Το πρωί σκέπτουμαι
τα μέλη σου σφιχτοδεμένα – εκεί κάπως εντοπίζω
την αγκαλιά σου. Το βράδυ βλέπω τα χείλια σου σαν
το δαγκωμένο φρούτο.

Έλα, η μέρα είναι τόσο ωραία – τα ποιήματα που
αγαπώ θέλω να τα ζήσω μαζί σου. Μπορούσα τόσα πράματα
να τα μετατρέψω σε χαρά και να σ’ τα δώσω.
Κάθε στιγμή μπορούσα να σου την κάνω μουσική
πρωτόγονη, γούνα μαλακιά, ζεστή, ηλεκτρισμένη, που
βουλιάζει βαθιά μέσα. Χορός τέλεια ελεύθερος, αντί από
μέλη να ‘χεις φτερά, και πάλι φτερά ονείρου. Ή μυρουδιές
—μήπως θέλεις μυρουδιές; Τότε θα ‘ναι μυρουδιές δροσερές,
σαν μικροί καταρράκτες όλο πολυτρίχι – ή σαν γιαλός
το πρωινό όπου βγαίνει και λιάζεται το φύκι, ο σταυρός,
ο αχινός – και το κύμα στην αμμουδιά δεν είναι σοβαρό,
μα παίζει. Πέρα βέβαια η θάλασσα έχει μιαν απαλή τραγικότητα.




Θεώνη Δρακοπούλου (Μυρτιώτισσα)

Σ’ αγαπώ

Σ’ αγαπώ, δεν μπορώ
Τίποτ’ άλλο να πω
Πιο βαθύ, πιο απλό
Πιο μεγάλο!

Μπρος στα πόδια σου εδώ
Με λαχτάρα σκορπώ
Τον πολύφυλλο ανθό
Της ζωής μου

Τα δυο χέρια μου, να…
Στα προσφέρω δετά
Για να γείρεις γλυκά
Το κεφάλι

Κι η καρδιά μου σκιρτά
Κι όλη ζήλια ζητά
Να σου γίνει ως αυτά
Προσκεφάλι

Ω μελίσσι μου, πιες
Απ’ αυτόν τις γλυκές
Τις αγνές ευωδιές
Της ψυχής μου!

Σ’ αγαπώ τι μπορώ
Ακριβέ να σου πω
Πιο βαθύ, πιο απλό
Πιο μεγάλο;




Μαρία Αρχιμανδρίτη

Η μοναξιά της καμπύλης

Τρεις τελείες,
ή μία ακολουθεί την άλλη.
Όλες σκυφτές, ταπεινωμένες.
Η μια κοιτά την πλάτη της άλλης,
όλες έκπληκτες, ξαφνιασμένες.
Δεν περίμεναν το τέλος
τόσο γρήγορα, τόσο αιφνίδια.
Κι ήταν τόσο όμορφες οι λέξεις.
Μια απ’ αυτές ήταν «ελπίδα».
Τι χαρά, θυμούνται με δάκρυα στα μάτια,
τι έμφαση, ο τόνος και η ουσία.

[…] Όλες σιωπηλές,  συρρικνωμένες.
[…] Όχι μοιρολόι. «Ποτέ», φωνάζουν
Και τραβούν τα μαλλιά τους […]

Ελένη Παρασκευά

Γλέντι τρελό

Μη μου μιλάς για τους αγώνες, δράση,
πόλεμο και νίκες.
Μη μου μιλάς για κατορθώματα,
τιμές, ταρίφες.
Άσε τα μεγαλόστομα εκείνα ρήματα,
ξέχνα και τα δυσεύρετα επίθετα
από τεχνίτες γλωσσοπλάστες σμιλεμένα.

Για τις κοιλάδες μίλα μου,
ελιές, πεύκα κι αμπελώνες,
για την παλίρροια και τις θάλασσες,
τους κάβους, τα καράβια, τα λιμάνια.
Μίλα μου για τη δίνη στον ωκεανό
και τα προϊστορικά θηρία
που ντροπαλά αναδύονται στο λυκόφωτο
από τις άγριες λίμνες.
Και ξέχνα όλα εκείνα τα ψεύτικα.


ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ Δ. ΣΟΛΩΜΟ

 Δ. ΣΟΛΩΜΟΣ (1798-1857)



Ο ποιητής Διονύσιος Σολωμός, εθνικός ποιητής της Ελλάδας, αποτελεί ιδιαίτερη περίπτωση στην ιστορία των γραμμάτων μας. Γεννημένος στα τέλη του 18ου αιώνα στα Επτάνησα, ζει όλη του τη ζωή εκτός των συνόρων του ελληνικού κράτους, ως Γάλλος, Επτανήσιος και Άγγλος πολίτης, έχοντας ως γλώσσα της παιδείας του, της σκέψης του, της προφορικής και γραπτής επικοινωνίας του την ιταλική. Σε αυτήν μάλιστα θα ξεκινήσει την ποιητική του διαδρομή. Ωστόσο, για την υψηλή ποιητική του έκφραση θα επιλέξει την ελληνική, την οποία, μολονότι θα χρειαστεί να τη σπουδάσει σαν να ήταν δεύτερη γλώσσα, θα κατορθώσει να την καλλιεργήσει σε τέτοιο βαθμό και να δημιουργήσει ποίηση τόσο σημαντική που το έργο του θα αποτελέσει την αρχή και τη βάση της νεότερης λογοτεχνίας μας. Επιχειρώντας να κατανοήσει το παράδοξο αυτό, ο Σεφέρης υποδεικνύει ως μια βασική έννοια-κλειδί την απόσταση.

«Ο γενάρχης της λογοτεχνίας αυτής δεν ήξερε ελληνικά, αλλά τα έμαθε και τα μάθαινε ως το τέλος της ζωής του. […] Αλλά την πορεία της ελληνικής γλώσσας την εχάραξε μια για πάντα η διάνοια του Σολωμού. Και ίσως επειδή ερχότανε κάθε τόσο από μακριά, να κοίταξε τα πράγματα με το φρέσκο και το σίγουρο μάτι που τα κοίταξε.» (Σεφέρης [1937] 1984: 71, 74)

Πράγματι, η απόσταση από την οποία ο Σολωμός συμμετείχε στα πράγματα φαίνεται πως εντέλει λειτούργησε ως μια θετική προϋπόθεση του ιδιαίτερου επιτεύγματός του. Πρόκειται για απόσταση γλωσσική και συγχρόνως πολιτισμική, αισθητική, ιδεολογική αλλά πριν από όλα γεωπολιτική.

Ας τον γνωρίσουμε καλύτερο, παρακολουθώντας το παρακάτω βίντεο:




Το έργο του είναι ευρέως γνωστό στο κοινό, εκτός από τον Εθνικό Ύμνο, μέσα από μελοποιήσεις:

                                                      ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ


Η ξανθούλα, το πρώτο ποίημα που έγραψε στα ελληνικά.




Ύμνος εις την Ελευθερίαν - ο μεγαλύτερος εθνικός ύμνος στον κόσμο (158 στροφές).




                                                             Η γυναίκα της Ζάκυθος



ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

 Ὁ Κρητικός (ἀπόσπασμα)


XVII.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ἐκοίταα, κι ἤτανε μακριὰ ἀκόμη τ᾿ ἀκρογιάλι·
«ἀστροπελέκι μου καλό, γιὰ ξαναφέξε πάλι!».
Τρία ἀστροπελέκια ἐπέσανε, ἕνα ξοπίσω στ᾿ ἄλλο,
πολὺ κοντὰ στὴν κορασιά, μὲ βρόντημα μεγάλο·
τὰ πέλαγα στὴν ἀστραπὴ κι ὁ οὐρανὸς ἀντήχαν,
οἱ ἀκρογιαλιὲς καὶ τὰ βουνὰ μ᾿ ὅσες φωνὲς κι ἂν εἶχαν.

XIX.

Πιστέψετε π᾿ ὅ,τι θὰ πῶ εἶν᾿ ἀκριβὴ ἀλήθεια,
μὰ τὲς πολλὲς λαβωματιὲς ποὺ μὄφαγαν τὰ στήθια,
μὰ τοὺς συντρόφους πὄπεσαν στὴν Κρήτη πολεμώντας,
μὰ τὴν ψυχὴ ποὺ μ᾿ ἔκαψε τὸν κόσμο ἀπαρατώντας.
(Λάλησε, Σάλπιγγα, κι ἐγὼ τὸ σάβανο τινάζω,
καὶ σχίζω δρόμο καὶ τσ᾿ ἀχνοὺς ἀναστημένους κράζω:
«Μὴν εἴδετε τὴν ὀμορφιὰ ποὺ τὴν Κοιλάδα ἁγιάζει;
Πέστε, νὰ ἰδεῖτε τὸ καλὸ ἐσεῖς κι ὅ,τι σᾶς μοιάζει.
Καπνὸς δὲ μένει ἀπὸ τὴ γῆ· νιὸς οὐρανὸς ἐγίνη.
Σὰν πρῶτα ἐγὼ τὴν ἀγαπῶ καὶ θὰ κριθῶ μ᾿ αὐτήνη».
«Ψηλὰ τὴν εἴδαμε πρωί· τῆς τρέμαν τὰ λουλούδια,
στὴ θύρα τῆς Παράδεισος ποὺ ἐβγῆκε μὲ τραγούδια·
ἔψαλλε τὴν Ἀνάσταση χαροποιὰ ἡ φωνή της,
κι ἔδειχνεν ἀνυπομονιὰ γιὰ νὰ ῾μπει στὸ κορμί της·
ὁ Οὐρανὸς ὁλόκληρος ἀγρίκαε σαστισμένος,
τὸ κάψιμο ἀργοπόρουνε ὁ κόσμος ὁ ἀναμμένος·
καὶ τώρα ὀμπρὸς τὴν εἴδαμε· ὀγλήγορα σαλεύει·
ὅμως κοιτάζει ἐδῶ κι ἐκεῖ καὶ κάποιονε γυρεύει»).

XX.

Ἀκόμη έβάστουνε ἡ βροντή...
Κι ἡ θάλασσα, ποὺ σκίρτησε σὰν τὸ χοχλὸ ποὺ βράζει,
ἡσύχασε καὶ ἔγινε ὅλο ἡσυχία καὶ πάστρα,
σὰν περιβόλι εὐώδησε κι ἐδέχτηκε ὅλα τ᾿ ἄστρα·
κάτι κρυφὸ μυστήριο ἐστένεψε τὴ φύση
κάθε ὀμορφιὰ νὰ στολιστεῖ καὶ τὸ θυμὸ ν᾿ ἀφήσει.
Δὲν εἶν᾿ πνοὴ στὸν οὐρανό, στὴ θάλασσα, φυσώντας
οὔτε ὅσο κάνει στὸν ἀνθὸ ἡ μέλισσα περνώντας,
ὅμως κοντὰ στὴν κορασιά, ποὺ μ᾿ ἔσφιξε κι ἐχάρη,
ἐσειόνταν τ᾿ ὁλοστρόγγυλο καὶ λαγαρὸ φεγγάρι·
καὶ ξετυλίζει ὀγλήγορα κάτι ποὺ ἐκεῖθε βγαίνει,
κι ὀμπρός μου ἰδοὺ ποὺ βρέθηκε μία φεγγαροντυμένη.
Ἔτρεμε τὸ δροσάτο φῶς στὴ θεϊκιὰ θωριά της,
στὰ μάτια της τὰ ὁλόμαυρα καὶ στὰ χρυσὰ μαλλιά της.

XXI.

Ἐκοίταξε τ᾿ ἀστέρια, κι ἐκεῖνα ἀναγαλλιάσαν,
καὶ τὴν ἀχτινοβόλησαν καὶ δὲν τὴν ἐσκεπάσαν·
κι ἀπὸ τὸ πέλαο, ποὺ πατεῖ χωρὶς νὰ τὸ σουφρώνει,
κυπαρισσένιο ἀνάερα τ᾿ ἀνάστημα σηκώνει,
κι ἀνεῖ τσ᾿ ἀγκάλες μ᾿ ἔρωτα καὶ μὲ ταπεινοσύνη,
κι ἔδειξε πάσαν ὀμορφιὰ καὶ πάσαν καλοσύνη.
Τότε ἀπὸ φῶς μεσημερνὸ ἡ νύχτα πλημμυρίζει,
κι ἡ χτίσις ἔγινε ναὸς ποὺ ὁλοῦθε λαμπυρίζει.
Τέλος σ᾿ ἐμὲ ποὺ βρίσκομουν ὀμπρός της μὲς στὰ ῥεῖθρα,
καταπῶς στέκει στὸ Βοριὰ ἡ πετροκαλαμήθρα,
ὄχι στὴν κόρη, ἀλλὰ σ᾿ ἐμὲ τὴν κεφαλὴ της κλίνει·
τὴν κοίταζα ὁ βαριόμοιρος, μ᾿ ἐκοίταζε κι ἐκείνη.
Ἔλεγα πὼς τὴν εἶχα ἰδεῖ πολὺν καιρὸν ὀπίσω,
κὰν σὲ ναὸ ζωγραφιστὴ μὲ θαυμασμὸ περίσσο,
κάνε τὴν εἶχε ἐρωτικὰ ποιήσει ὁ λογισμός μου,
κὰν τ᾿ ὄνειρο, ὅταν μ᾿ ἔθρεφε τὸ γάλα τῆς μητρός μου·
ἤτανε μνήμη παλαιή, γλυκειὰ κι ἀστοχισμένη,
ποὺ ὀμπρός μου τώρα μ᾿ ὅλη της τὴ δύναμη προβαίνει.
[Σὰν τὸ νερὸ ποὺ τὸ θωρεῖ τὸ μάτι ν᾿ ἀναβρύζει
ξάφνου ὀχ τὰ βάθη τοῦ βουνοῦ, κι ὁ ἥλιος τὸ στολίζει.]
Βρύση ἔγινε τὸ μάτι μου κι ὀμπρὸς του δὲν ἐθώρα,
κι ἔχασα αὐτὸ τὸ θεϊκὸ πρόσωπο γιὰ πολληώρα,
γιατί ἄκουσα τὰ μάτια της μέσα στὰ σωθικά μου·
ἔτρεμαν καὶ δὲ μ᾿ ἄφηναν νὰ βγάλω τὴ μιλιά μου.
Ὅμως αὐτοὶ εἶναι θεοί, καὶ κατοικοῦν ἀπ᾿ ὅπου
βλέπουνε μὲς στὴν ἄβυσσο καὶ στὴν καρδιὰ τ᾿ ἀνθρώπου,
κι ἔνιωθα πὼς μοῦ διάβαζε καλύτερα τὸ νοῦ μου
πάρεξ ἂν ἤθελε τῆς πῶ μὲ θλίψη τοῦ χειλιοῦ μου:
………………………………………………………
«Τ᾿ ἀδέλφια μου τὰ δυνατὰ οἱ Τοῦρκοι μοῦ τ᾿ ἀδράξαν,
τὴν ἀδελφή μου ἀτίμησαν κι ἀμέσως τὴν ἐσφάξαν,
τὸ γέροντα τὸν κύρη μου ἐκάψανε τὸ βράδυ
καὶ τὴν αὐγή μοῦ ρίξανε τὴ μάνα στὸ πηγάδι.
Στὴν Κρήτη..............
Μακριὰ ῾πὸ κεῖθ᾿ ἐγιόμισα τὲς φοῦχτες μου κι ἐβγῆκα.
Βόηθα, Θεά, τὸ τρυφερὸ κλωνάρι μόνο νά ῾χω·
σὲ γκρεμὸ κρέμουμαι βαθύ, κι αὐτὸ βαστῶ μονάχο».

XXII.

Ἐχαμογέλασε γλυκὰ στὸν πόνο τῆς ψυχῆς μου,
κι ἐδάκρυσαν τὰ μάτια της κι ἐμοιάζαν τῆς καλῆς μου.
Ἑχάθη, ἀλί μου, ἀλλ᾿ ἄκουσα τοῦ δάκρυου της ραντίδα
στὸ χέρι, πού ῾χα σηκωτὸ μόλις ἐγὼ τὴν εἶδα. —
Ἐγὼ ἀπὸ κείνη τὴ στιγμὴ δὲν ἔχω πλιὰ τὸ χέρι,
π᾿ ἀγνάντευεν Ἀγαρηνὸ κι ἐγύρευε μαχαίρι·
χαρὰ δὲν τοῦ ῾ναι ὁ πόλεμος· τ᾿ ἁπλώνω τοῦ διαβάτη
ψωμοζητώντας, κι ἔρχεται μὲ δακρυσμένο μάτι·
κι ὅταν χορτάτα δυστυχιὰ τὰ μάτια μου ζαλεύουν,
ἀργά, κι ὀνείρατα σκληρὰ τὴν ξαναζωντανεύουν,
καὶ μέσα στ᾿ ἄγριο πέλαγο τ᾿ ἀστροπελέκι σκάει,
κι ἡ θάλασσα νὰ καταπιεῖ τὴν κόρη ἀναζητάει,
ξυπνῶ φρενίτης, κάθομαι, κι ὁ νοῦς μου κινδυνεύει,
καὶ βάνω τὴν παλάμη μου, κι ἀμέσως γαληνεύει. —
Καὶ τὰ νερά ῾σχιζα μ᾿ αὐτό, τὰ μυριομυρωδάτα,
μὲ δύναμη ποὺ δὲν εἶχα μήτε στὰ πρῶτα νιάτα,
μήτε ὅταν ἐκροτούσαμε, πετώντας τὰ θηκάρια,
μάχη στενὴ μὲ τοὺς πολλοὺς ὀλίγα παλληκάρια,
μήτε ὅταν τὸν μπομπο-Ἰσοὺφ καὶ τσ᾿ ἄλλους δύο βαροῦσα
σύρριζα στὴ Λαβύρινθο π᾿ ἀλαίμαργα πατοῦσα.
Στὸ πλέξιμο τὸ δυνατὸ ὁ χτύπος τῆς καρδιᾶς μου
(κι αὐτό μοῦ τ᾿ αὔξαιν᾿,) ἔκρουζε στὴν πλεύρα τῆς κυρᾶς μου.

Ἄλλὰ τὸ πλέξιμ᾿ ἄργουνε, καὶ μοῦ τ᾿ ἀποκοιμοῦσε,
ἠχός, γλυκύτατος ἠχός, ὁποῦ μὲ προβοδοῦσε.
Δὲν εἶναι κορασιᾶς φωνὴ στὰ δάση ποὺ φουντώνουν,
καὶ βγαίνει τ᾿ ἄστρο τοῦ βραδιοῦ καὶ τὰ νερὰ θολώνουν,
καὶ τὸν κρυφό της ἔρωτα τῆς βρύσης τραγουδάει,
τοῦ δέντρου καὶ τοῦ λουλουδιοῦ ποὺ ἀνοίγει καὶ λυγάει.
Δὲν εἶν᾿ ἀηδόνι, κρητικὸ ποὺ σέρνει, τὴ λαλιά του
σὲ ψηλοὺς βράχους κι ἄγριους ὅπ᾿ ἔχει τὴ φωλιά του,
κι ἀντιβουΐζει ὁλονυχτὶς ἀπὸ πολλὴ γλυκάδα
ἡ θάλασσα πολὺ μακριά, πολὺ μακριὰ ἡ πεδιάδα,
ὥστε ποὺ πρόβαλε ἡ Αὐγὴ καὶ ἔλιωσαν τ᾿ ἀστέρια,
κι ἀκούει κι αὐτὴ καὶ πέφτουν της τὰ ρόδα ἀπὸ τὰ χέρια.
Δὲν εἶν᾿ φιαμπόλι τὸ γλυκὸ ὁποὺ τ᾿ ἀγρίκαα μόνος
στὸν Ψηλορείτη ὅπου συχνὰ μ᾿ ἐτράβουνεν ὁ πόνος,
κι ἔβλεπα τ᾿ ἄστρο τ᾿ οὐρανοῦ μεσουρανὶς νὰ λάμπει
καὶ τοῦ γελοῦσαν τὰ βουνά, τὰ πέλαγα κι οἱ κάμποι·
κι ἐτάραζε τὰ σπλάχνα μου ἐλευθεριᾶς ἐλπίδα
κι ἐφώναζα: «ὢ θεϊκιὰ κι ὅλη αἵματα Πατρίδα»
κι ἅπλωνα κλαίοντας κατ᾿ αὐτὴ τὰ χέρια μὲ καμάρι·
καλή ῾ν᾿ ἡ μαύρη πέτρα της καὶ τὸ ξερὸ χορτάρι.
Λαλούμενο, πουλί, φωνή, δὲν εἶναι νὰ ταιριάζει,
ἴσως δὲ σώζεται στὴ γῆ ἦχος ποὺ νὰ τοῦ μοιάζει·
δὲν εἶναι λόγια· ἦχος λεπτός...
δὲν ἤθελε τὸν ξαναπεῖ ὁ ἀντίλαλος κοντά του.
Ἂν εἶν᾿ δὲν ἤξερα κοντά, ἂν ἔρχονται ἀπὸ πέρα·
σὰν τοῦ Μαϊοῦ τὲς εὐωδιὲς γιομίζαν τὸν ἀέρα,
γλυκύτατοι, ἀνεκδιήγητοι...
μόλις εἶν᾿ ἔτσι δυνατὸς ὁ Ἔρωτας καὶ ὁ Χάρος.
Μ᾿ ἄδραχνεν ὅλη τὴν ψυχή, καὶ νά ῾μπει δὲν ἠμπόρει
ὁ οὐρανὸς κι ἡ θάλασσα, κι ἡ ἀκρογιαλιά, κι ἡ κόρη·
μὲ ἄδραχνε, καὶ μ᾿ ἔκανε συχνὰ ν᾿ ἀναζητήσω
τὴ σάρκα μου νὰ χωριστῶ γιὰ νὰ τὸν ἀκλουθήσω.
Ἔπαψε τέλος κι ἄδειασεν ἡ φύσις κι ἡ ψυχή μου,
ποὺ ἐστέναξε κι ἐγιόμισεν εὐθὺς ὀχ τὴν καλή μου·
καὶ τέλος φθάνω στὸ γιαλὸ τὴν ἀρραβωνιασμένη,
τὴν ἀπιθώνω μὲ χαρά, κι ἤτανε πεθαμένη.

1833


[Ανθούλα]

Αγάπησέ με, Ανθούλα μου, γλυκιά χρυσή μου ελπίδα,
καθώς κι εγώ σ’ αγάπησα την ώραν οπού σ’ είδα.
Είχες τα μάτια σου γειρτά στα πράσινα χορτάρια
κι η λύπη σού τα εστόλιζε με δυο μαργαριτάρια.
Τη μάνα σου θυμούμενη εδάκρυζες, Ανθούλα, 5
γιατί στον κόσμο σ’ άφησε μονάχη κι ορφανούλα.
Α, ναι, φυλάξου, αγάπη μου, του κόσμου από την πλάνη,
οπού με λόγια δολερά τόσα κοράσια χάνει…
Πού πας μονάχη κι έρημη, αθώα περιστερούλα!
Βρόχια πολλά σού σταίνουνε· έλα μαζί μου, Ανθούλα. 10

[Ωδή εις τη σελήνη *]

Γλυκύτατη φωνή βγάν’ η κιθάρα,
και σε τούτη την άφραστη αρμονία
της καρδιάς μου αποκρίνεται η λαχτάρα·
γλυκέ φίλε, είσαι συ, που με τη θεία

έκσταση του Οσσιάνου, εις τ’ ακρογιάλι 5
της νυχτός εμψυχείς την ησυχία.
Κάθισε για να πούμε ύμνον στα κάλλη
της Σελήνης· αυτήν εσυνηθούσε
ο τυφλός ποιητής συχνά να ψάλλει.

Μου φαίνεται τον βλέπω που ακουμβούσε 10
σε μίαν ετιά, και το φεγγάρι ωστόσο
στα γένια τα ιερά λαμποκοπούσε.
Απ’ το Σκοπό νά το προβαίνει· ω πόσο
συ την νύχτα τερπνά παρηγορίζεις!

Ύμνον παθητικόν θε να σου υψώσω· 15
παθητικό σα εσένα, όταν λαμπίζεις
στρογγυλό, μεσουράνιο, και το φως σου
σε ταφόπετρα ολόασπρη αποκοιμίζεις.

στ. 6
εμψυχώνεις τερπνά την ησυχία

[Η Ξανθούλα]

Την είδα την Ξανθούλα,
την είδα ψες αργά,
που εμπήκε στη βαρκούλα
να πάει στην ξενιτιά.
5
Εφούσκωνε τ’ αέρι
λευκότατα πανιά,
ωσάν το περιστέρι
που απλώνει τα φτερά.
Εστέκονταν οι φίλοι
10
με λύπη, με χαρά,
κι αυτή με το μαντίλι
τους αποχαιρετά.
Και το χαιρετισμό της
εστάθηκα να ιδώ,
15
ώς που η πολλή μακρότης
μου το ’κρυψε και αυτό.
Σ’ ολίγο, σ’ ολιγάκι
δεν ήξερα να πω
αν έβλεπα πανάκι
20
ή του πελάγου αφρό·
και αφού πανί, μαντίλι
εχάθη στο νερό,
εδάκρυσαν οι φίλοι,
εδάκρυσα κι εγώ.
25
Δεν κλαίγω τη βαρκούλα,
δεν κλαίγω τα πανιά,
μόν’ κλαίγω την Ξανθούλα,
που πάει στην ξενιτιά.
Δεν κλαίγω τη βαρκούλα
30
με τα λευκά πανιά,
μόν’ κλαίγω την Ξανθούλα
με τα ξανθά μαλλιά. *

στροφή 1
[…] την είδα όταν αργά
εκίνησε η βαρκούλα […]

AΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΟΔ. ΕΛΥΤΗ

 ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ (1911-1996)


Ντοκιμαντέρ για τη ζωή και το έργο του



ΜΕΛΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΠΟΙΗΣΗ



ΑΠΑΓΓΕΛΙΕΣ 







ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 

Τὸ Φωτόδεντρο καὶ ἡ δέκατη τέταρτη Ὀμορφιά

Μ᾿ ἕνα τίποτα ἔζησα
Μονάχα οἱ λέξεις δὲ μοῦ ἀρκούσανε
Σ᾿ ἑνὸς περάσματος ἀέρα
ξεγνέθοντας ἀπόκοσμη φωνὴ τ᾿ αὐτιά μου
φχιὰ
φχιοὺ φχιού
ἐσκαρφίστηκα τὰ μύρια ὅσα
Τί γυαλόπετρες φοῦχτες
τί καλάθια φρέσκες μέλισσες καὶ σταμνιὰ φουσκωτὰ ὅπου
ἄκουγες βββ νὰ σοῦ βροντάει ὁ αἰχμάλωτος ἀέρας.

Κάτι
Κάτι δαιμονικὸ μὰ ποὺ νὰ πιάνεται σὰν σὲ δίχτυ στὸ σχῆμα τοῦ Ἀρχαγγέλου
Παραλαλοῦσα κι ἔτρεχα
Ἔφτασα κι ἀποτύπωνα τὰ κύματα στὴν ἀκοὴ ἀπ᾿ τὴ γλώσσα

- Ἔ καβάκια μαῦρα, φώναζα, κι ἐσεῖς γαλάζια δέντρα τί ξέρετε ἀπὸ μένα;
- Θόη θόη θμός
- Ἔ; Τί;
- Ἀρίηω ἠθύμως θμὸς
- Δὲν ἄκουσα τί πράγμα;
- Θμὸς θμὸς ἄδυσος

Ὥσπου τέλος ἔνιωσα
κι ἂς πᾶ᾿ νὰ μ᾿ ἔλεγαν τρελὸ
πῶς ἀπό ῾να τίποτα γίνεται ὁ Παράδεισος.


Ὁ μικρὸς Ναυτίλος

Ὅτι μπόρεσα ν᾿ ἀποχτήσω μία ζωὴ ἀπὸ πράξεις ὁρατὲς γιὰ ὅλους, ἑπομένως νὰ κερδίσω τὴν ἴδια μου διαφάνεια, τὸ χρωστῶ σ᾿ ἕνα εἶδος εἰδικοῦ θάρρους ποὺ μοῦ ῾δωκεν ἡ Ποίηση: νὰ γίνομαι ἄνεμος γιὰ τὸ χαρταετὸ καὶ χαρταετὸς γιὰ τὸν ἄνεμο, ἀκόμη καὶ ὅταν οὐρανὸς δὲν ὑπάρχει.

Δὲν παίζω μὲ τὰ λόγια. Μιλῶ γιὰ τὴν κίνηση ποὺ ἀνακαλύπτει κανεὶς νὰ σημειώνεται μέσα στὴ «στιγμή» ὅταν καταφέρει νὰ τὴν ἀνοίξει καὶ νὰ τῆς δώσει διάρκεια. Ὁπόταν, πραγματικά, καὶ ἡ Θλίψις γίνεται Χάρις καὶ ἡ Χάρις Ἄγγελος· ἡ Εὐτυχία Μοναχὴ καὶ ἡ Μοναχὴ Εὐτυχία.

μὲ λευκές, μακριὲς πτυχὲς πάνω ἀπὸ τὸ κενὸ ἕνα κενὸ γεμάτο σταγόνες πουλιῶν, αὖρες βασιλικοῦ καὶ συριγμοὺς ὑπόκωφου Παραδείσου.


Σῶμα τοῦ καλοκαιριοῦ

Ὢ σῶμα τοῦ καλοκαιριοῦ γυμνὸ καμένο
Φαγωμένο ἀπὸ τὸ λάδι κι ἀπὸ τὸ ἀλάτι
Σῶμα τοῦ βράχου καὶ ῥῖγος τῆς καρδιᾶς
Μεγάλο ἀνέμισμα τῆς κόμης λυγαριᾶς
Ἄχνα βασιλικοῦ πάνω ἀπὸ τὸ σγουρὸ ἐφηβαῖο
Γεμᾶτο ἀστράκια καὶ πευκοβελόνες
Σῶμα βαθὺ πλεούμενο τῆς μέρας!


Ἡλικία τῆς γλαυκῆς θύμησης

Ἐλαιῶνες κι ἀμπέλια μακριὰ ὡς τὴ θάλασσα
Κόκκινες ψαρόβαρκες μακριὰ ὡς τὴ θύμηση
Ἔλυτρα χρυσὰ τοῦ Αὐγούστου στὸν μεσημεριάτικο ὕπνο
Μὲ φύκια ἢ ὄστρακα. Κι ἐκεῖνο τὸ σκάφος
Φρεσκοβγαλμένο, πράσινο, ποὺ διαβάζεις ἀκόμη
στὴν εἰρήνη τὸν κόλπου τῶν νερῶν ἔχει ὁ Θεός.

Περάσανε τὰ χρόνια φύλλα ἢ βότσαλα
Θυμᾶμαι τὰ παιδόπουλα τοὺς ναῦτες ποὺ ἔφευγαν
Βάφοντας τὰ πανιὰ σὰν τὴν καρδιά τους
Τραγουδοῦσαν τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα.
Κι εἶχαν ζωγραφιστοὺς βοριάδες μὲς στὰ στήθια.

Τί γύρευα ὅταν ἔφτασες βαμμένη ἀπ᾿ τὴν ἀνατολὴ τὸν ἥλιου
Μὲ τὴν ἡλικία τῆς θάλασσας στὰ μάτια
Καὶ μὲ τὴν ὑγεία τὸν ἥλιου στὸ κορμὶ - τί γύρευα
Βαθιὰ στὶς θαλασσοσπηλιὲς μὲς στὰ εὐρύχωρα ὄνειρα
Ὅπου ἄφριζε τὰ αἰσθήματά του ὁ ἄνεμος;
Ἄγνωστος καὶ γλαυκὸς χαράζοντας στὰ στήθια μου
τὸ πελαγίσιο του ἔμβλημα.
Μὲ τὴν ἄμμο στὰ δάχτυλα ἔκλεινα τὰ δάχτυλα
Μὲ τὴν ἄμμο στὰ μάτια ἔσφιγγα τὰ δάχτυλα
Ἦταν ἡ ὀδύνη

Θυμᾶμαι ἦταν Ἀπρίλης ὅταν ἔνιωθα πρώτη
φορᾶ τὸ ἀνθρώπινο βάρος σου.
Τὸ ἀνθρώπινο σῶμα σου πηλὸ κι ἁμαρτία
Ὅπως τὴν πρώτη μέρα μας στὴ γῆ.
Γιόρταζαν οἱ ἀμαρυλλίδες - Μὰ θυμᾶμαι πόνεσες
Ἤτανε μία βαθιὰ δαγκωματιὰ στὰ χείλια
Μία βαθιὰ νυχιὰ στὸ δέρμα κατὰ κεῖ ποὺ
χαράζεται παντοτινὰ ὁ χρόνος.

Σ᾿ ἄφησα τότες
Καὶ μία βουερὴ πνοὴ σήκωσε τ᾿ ἄσπρα σπίτια
Τ᾿ ἄσπρα αἰσθήματα φρεσκοπλυμένα ἐπάνω
Στὸν οὐρανὸ ποὺ φώτιζε μ᾿ ἕνα μειδίαμα.
Τώρα θά ῾χω σιμά μου ἕνα λαγήνι ἀθάνατο νερό
Θά ῾χω ἕνα σχῆμα λευτεριᾶς ἀνέμου ποὺ κλονίζει
Κι ἐκεῖνα τὰ χέρια σου ὅπου θὰ τυραννιέται ὁ ἔρωτας
Κι ἐκεῖνο τὸ κοχύλι σου ὅπου θ᾿ ἀντηχεῖ τὸ Αἰγαῖο.

(Προσανατολισμοί) ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

ΤΑ ΚΟΛΛΑΖ ΤΟΥ ΟΔ. ΕΛΥΤΗ

Όλοι γνωρίζουμε τον Οδυσσέα Ελύτη από το ποιητικό του έργο, ελάχιστοι γνωρίζουν το εικαστικό του έργο, τα κολάζ (συνεικόνες κατά τον ίδιο) και τη ζωγραφική.

Η τέχνη του κολάζ συνάντησε τον Οδυσσέα Ελύτη όταν ήταν είκοσι πέντε χρονών. Το 1936 εμφανίζεται με τα πρώτα του κολάζ στην «Α΄ Διεθνή Υπερρεαλιστική Έκθεση Αθηνών» ενώ από το 1965 ασχολείται συστηματικά δείχνοντάς τα σε εκθέσεις και τυπώνοντάς τα σε λευκώματα.

1

Ο ίδιος εξηγούσε λέγοντας:
«Σκοπός μου δεν ήταν να παίξω. Ήταν να μεταγράψω την ποιητική μου σ’ ένα επίπεδο αποσπασμένο από τους ήλιους του σταυρού της γλώσσας. Και μου φάνηκε με το πείραμα που έκανα, ότι κρατούσα ίσως στα χέρια μου το κατάλληλο κλειδί. Πολλές παλιές μου ορέξεις άρχισαν σιγά-σιγά, με άλλου είδους απαιτήσεις, ν’ ανεβαίνουν από το βυθό των ποιημάτων μου στην επιφάνεια» (Το δωμάτιο με τις εικόνες, Ίκαρος 1986)

2

Αλλά για αυτή του την άλλη θέαση της ποίησης δεν θα μπορούσε να μας ταξιδέψει καλύτερα άλλος από την Μαρίνα Λαμπράκη Πλάκα, διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης και καθηγήτρια της Ιστορίας της Τέχνης. Γράφει λοιπόν για τα οπτικά ποιήματα του Οδυσσέα Ελύτη:

3

«Για τον Ελύτη, το κολάζ είναι μια εναλλακτική γλώσσα της αποκάλυψης. Στα συντακτικά στοιχεία του, είτε προέρχονται από φωτογραφίες είτε από έργα τέχνης, σταχυολογούμε το ευρετήριο του φανταστικού μουσείου του ποιητή. Ένα φανταστικό μουσείο όπου συνοικούν χρώματα, πίνακες ζωγραφικής, ερατεινά και μελλέφηβα σώματα κοριτσιών και αγγέλων, πτυχές κυμάτων και χιτώνων, αγάλματα και μέλη ναών, τα λευκά του ασβέστη και του γάλακτος, από ένα στίχο της Σαπφώς. Η Ακρόπολη, η Πομπηία και η Αγία Σοφία.

Ο υπερρεαλισμός προγύμνασε τον Ελύτη να υπερπηδά τα σύνορα, τα γεωγραφικά και τα χρονικά. Ορεινά και θαλασσινά τοπία συνεισχωρούν το ένα στο άλλο. Η Ελλάδα υγρή και στερεή, ναυτική και ορεσείβια συνυπάρχει σ’ έναν ειρηνικό συγκριτισμό, όπως συγκατοικούν φίλια τα τοπία της μνήμης. Το ίδιο και η ιστορία καταλύει αλληλουχίες και πρωθύστερα στα καλάζ του Ελύτη. Κούροι και άγγελοι, κόρες και άγιοι αγναντεύονται και νεύουν μέσα σε μια συγχρονία, όπου οι διχασμοί, τα διλήμματα, τα ιδεολογήματα, δεν έχουν καμιάν ισχύ. Τα κολάζ του Ελύτη σε ξεναγούν στην ποιητική του…

4

Έμμονες εικόνες, τα κορίτσια γυμνά ή ημίγυμνα. Έμμονα χρώματα, το λευκό, το πορφυρό, το γαλάζιο, η ώχρα. Ή μετωνυμικά: ο ασβέστης, η θάλασσα και το λουλάκι, η φωτιά, μια κόκκινη βάρκα, το χρυσό δέρας των κοριτσιών, το ξερό χόρτο, νεοκλασικές προσόψεις.

Με θραύσματα του ορατού, ο Ελύτης συχνά οικοδομεί το αόρατο. Τα αφηρημένα κολλάζ του αφήνουν να διαφανεί μια σπονδύλωση πιο ισχυρή. Μεγάλες σιωπές εναλλάσσονται με επεισόδια, σχήματα ήρεμα εμψυχώνονται από αιφνίδιες εντάσεις.

5
Στην υδατογραφία, που ασκεί πιο συστηματικά στη δεκαετία του ’80 ο ποιητής, παράλληλα με τα πιο αφηρημένα κολλάζ, αναδεικνύεται σε αυθεντικό ακόλουθο του Πάουλ Κλέε. Συνθέσεις με γεωμετρική αρμοδεσιά, όπου εισχωρεί πάντα ένα ζωοφόρο στοιχείο ανησυχίας, ένα ανεπαίσθητο αεράκι, φυλλώματα, ιστία, ιμάτια που ανεμίζουν. Η τεχνική πειθαρχεί στη ρευστότητα του υλικού, στην πύκνωση και αραίωση της χρωστικής ύλης, στις αλχημικές κράσεις των χρωμάτων, στις ενδιάμεσες σιωπές και στα αβρά περάσματα από τον ένα τόνο στον άλλον. Το χρώμα, κυματιστό και διάφανο και ιριδίζον, λάμπει, άλλοτε σαν βυθός ηλιόχαρής και άλλοτε σαν πολύτιμο πετράδι.

7

Η ζωγραφική του Οδυσσέα Ελύτη είναι μια οπτική επαλήθευση της ποίησής του. Ο δεύτερος όρος μιας εξίσωσης όπου κυριαρχεί η πλατωνική συγγυμνασία των αισθήσεων. Αισθήσεων που έχουν ασκηθεί να συλλαβίζουν τα σκιρτήματα της φύσης και να αποκρυπτογραφούν τα μυστικά της τέχνης σε μια κλίμακα ασυνήθιστη για την ελληνική δημιουργία».

Η δεύτερη έκδοση του βιβλίου του με τον τίτλο «ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΟΔΟΣ» που τυπώθηκε τον Οκτώβριο του 1995, τριάντα τρεις τέμπερες, μια υδατογραφία και δώδεκα σχέδια του Οδυσσέα Ελύτη συνοδεύουν με μοναδικό τρόπο τα ποιήματά του!



AΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

 Τι είναι ΠΟΙΗΣΗ;

Ποίηση είναι όταν δύο λέξεις συναντιούνται για πρώτη φορά.
                                                                          Ινδιάνικο ρητό


Νικηφόρος Βρεττάκος: «Η ποίηση δεν είναι παρά ένας μεγεθυντικός φακός της πραγματικότητας. Η μεγέθυνση των αληθινών διαστάσεων του ανθρώπου και του κόσμου που μας περιβάλλει, μπορεί να μας μεταδώσει την αίσθηση του μεγαλείου της ζωής την οποία είμαστε έτοιμοι να καταστρέψουμε.»

Κική Δημουλά : «Είναι από τα πιο επηρμένα μυστήρια, τα πιο αχανή, και μόνο ικανοποίηση στις παρομοιώσεις δίνεις αν πεις ότι η ποίηση είναι ένα μείγμα εύγεστων δηλητηρίων σε χρυσά δελεαστικά ποτήρια, ή ότι είναι ο πειρασμός, ο δαίμονας που μπαίνει ξαφνικά στο σώμα του κανονικού, προκαλώντας ένα σεληνιασμό γόνιμο, ή ακόμα ότι είναι ένα είδος ευθανασίας των πραγμάτων που υποφέρουν μέσα μας, είτε ως ανικανοποίητα είτε ως προδομένα.
Ευκολότερα θα μπορούσε να ορίσει κανείς το ποίημα, μια και αυτό έχει υποκύψει στη σύμβαση να πάρει μια μορφή, ένα σχήμα, που είναι η φυλακή και η απελευθέρωση ταυτόχρονα κάποιου μηνύματος. Ένα ποίημα λοιπόν είναι η διπλή ζωή των λέξεων, ο κρυμμένος ερωτισμός τους και η λαγνεία τους για παρθένα οράματα. Είναι ο τυχοδιώκτης των λέξεων, η πλεονεξία τους: κάθε τόσο εγκαταλείπουν τη μετριότητα της χρήσης τους και ακολουθώντας δυσανάγνωστους χάρτες, που χάραξε ανώνυμη ανησυχία, ψάχνουν, σκάβουν να βρουν φλέβες χρυσού λυτρωτικού ρόλου.
Κι αλλιώς ο ίδιος ορισμός : βαδίζεις σε μιαν έρημο. Ακούς ένα πουλί που κελαηδάει. Όσο κι αν είναι απίθανο να εκκρεμεί ένα πουλί στην έρημο, ωστόσο εσύ είσαι υποχρεωμένος να του φτιάξεις ένα δένδρο. Αυτό είναι το ποίημα».

Η Ποίηση λοιπόν είναι ..Ίση με την Ίηση και την Όίηση, -τόσον, όσο και το ύψιστο, παραπετάμενο, ρηξικέλευθο σάλτο στο κενό χωρίς αλεξίπτωτο-, μιας ευαίσθητης κι οργιάζουσας φανταστικής φαντασίας.

Καφαντζής : «Ποίηση είναι ένα παράθυρο, για να βλέπουμε από ένα υπόγειο που σιωπούμε».

Καβάφης: « Πολύ υψηλή της Ποιήσεως η σκάλα»

Κ.Νεάρχου : « Ποίηση είναι η αίσθηση και η προτροπή που σου προκαλεί η αφέντρα του ουρανού Σελήνη να γράφεις σαν μια Αυγουστιάτικη Πανσέληνος».

Λόρκα : «Μα τι να σου πω για την Ποίηση; Τι να σου γι' πω αυτά τα σύννεφα, γι' αυτό τον ουρανό; Να τα κοιτάζω, να τα κοιτάζω, να τα κοιτάζω και τίποτ' άλλο. Καταλαβαίνεις πως ένας ποιητής δεν μπορεί να πει τίποτα για την Ποίηση• ας τ' αφήσουμε αυτά στους κριτικούς και τους δασκάλους. Μα ούτε εσύ, ούτε εγώ, ούτε κανένας ποιητής, δεν ξέρουμε τι είναι Ποίηση. Είναι εκεί! κοίταξε. Έχω τη φωτιά μέσα στα χέρια μου, το ξέρω και δουλεύω τέλεια μαζί της, μα δεν μπορώ να μιλήσω γι' αυτή χωρίς να κάνω φιλολογία. Καταλαβαίνω όλες τις ποιητικές τέχνες. Θα μπορούσα να μιλήσω γι' αυτές, αν δεν άλλαζα γνώμη κάθε πέντε λεπτά. Δεν ξέρω. Ίσως μια μέρα ν' αγαπήσω πολύ την κακή ποίηση, όπως αγαπώ σήμερα την κακή μουσική, παράφορα. Θα κάψω ένα βράδυ τον Παρθενώνα για ν' αρχίσω να τον χτίζω το πρωί και να μην τον τελειώσω ποτέ. Στις διαλέξεις μου μίλησα κάποτε για την Ποίηση, αλλά το μόνο για το οποίο δεν μπορώ να μιλήσω είναι η ποίησή μου. Όχι γιατί δεν έχω συνείδηση του τι κάνω. Αντίθετα, αν είν' αλήθεια πως είμαι ποιητής από χάρη του Θεού -ή του δαίμονα- είναι εξίσου αλήθεια ότι είμαι ποιητής χάρη στην τεχνική και την προσπάθεια, και γιατί κατέχω απόλυτα του τι είναι ποίημα.»

Στήβενς : «Η ποίηση είναι η αναζήτηση του ανεξήγητου.»

Μίλτον : «-Η ποίηση αρχίζει πάντα, όταν κάποιος που πρόκειται να γίνει ποιητής, διαβάζει ένα ποίημα.»

Σεφέρης : «Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα.»

Ζεζλάβ Μίλοζ : Η ποίηση υπαγορεύεται από ένα δαιμόνιο, αν και θα ήταν υπερβολή να το χαρακτηρίσει κανείς αγγελικό.

Αναγνωστάκης : «Η ποίηση δεν είναι ο τρόπος να μιλήσουμε αλλά ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπό μας.»

Μπόρχες : «Η ομορφιά καραδοκεί. Αν είμαστε ευαίσθητοι, θα την αισθανθούμε μέσα στην ποίηση όλων των γλωσσών.»

Μπλουμ : «Η ποίηση αρχίζει με την επίγνωση εκ μέρους μας όχι της Πτώσης, αλλά του ότι πέφτουμε.»

Πλάτων : «Η ποίηση ένα πράγμα ανάλαφρο, ιερό και φτερωτό.» «Η ποίηση είναι η αιτία που φθείρει το κάθε τι από το μη είναι στο είναι.»

Έλιοτ : «Η ποίηση δεν είναι ένα ελευθέρωμα της συγκίνησης, αλλά απόδραση από τη συγκίνηση. Δεν είναι έκφραση της προσωπικότητας, αλλά απόδραση από την προσωπικότητα.»

Πάουντ : «Η ποίηση είναι η πιο πυκνή μορφή προφορικής έκφρασης.»

Κόλεριτζ : «Η ποιότητα ενός μεγάλου ποιητή είναι πανταχού παρούσα και πουθενά ορατή σαν μία ξεχωριστή συγκίνηση.»

Π.Νερούντα : ««Η ποίηση δεν ανήκει σ’ αυτούς που τη γράφουν αλλά σ’ αυτούς που την έχουν ανάγκη»»

Jakobson : “Η ποιητική λειτουργία της γλώσσας έγκειται εν μέρει στο να αντιμετωπίζει κανείς τις λέξεις (σημεία) σαν ανερμήνευτα αντικείμενα . Η “θάλασσα” γίνεται έτσι μια έμμετρη υπέρθεση του θήτα, του λάμδα και των δυο σίγμα με το άλφα σε ρόλο μετρονόμου. Συγγενέυει περισσότερο με τη “λύσσα” (παρά το ύψιλον), ας πούμε, παρά με το “κύμα”.”

Μάρκος Μέσκος : «Ενας ορισμός της ποίησής μου: ο απελπισμένος έρωτας της ουτοπίας»

Οδ . Ελύτης :«Η ποίηση αρχίζει εκεί όπου αρχίζει να ηττάται ο θάνατος .»

Μπουκόφσκι : «ποίηση είναι αυτό που συμβαίνει, όταν δεν μπορεί να συμβεί τίποτα άλλο».

Έντγκαρ Άλαν Πόε : «Η ποίηση είναι σκέψεις που αναπνέουν, και λέξεις που καίνε.»

Ρόμπερτ Φροστ : «Η ποίηση είναι αυτό που χάνεται στη μετάφραση» .

Ρόμπερτ Φροστ : «Ποίηση είναι όταν ένα συναίσθημα έχει βρει τη σκέψη της και η σκέψη έχει βρει λέξεις.»






ΤΑ ΧΑΪΚΟΥ



Τα χαϊκού (δηλαδή αστείος στίχος) αποτελούν μια ιαπωνική ποιητική φόρμα που περιλαμβάνει τη συντομότερη μορφή ποιήματος παγκοσμίως.

Ένα ποίημα χαϊκού αποτελείται συνολικά απο 17 συλλαβές, οι οποίες χωρίζονται σε 5-7-5 συλλαβές διατεταγμένες σε 1 ή σε 3 στίχους.

Αυτό που σήμερα ονομάζεται “κλασικό χαϊκού” έχει τις ρίζες του στον 16ο αιώνα, στην αρχή της περιόδου “Εντό”. Οι ιδιαιτερότητες της περιόδου αυτής δημιούργησαν την αίσθηση ενός “κλειστού κόσμου”, δεδομένου ότι η ιαπωνική κοινωνία καθοριζόταν απο φεουδαρχικό σύστημα και είχε “κόψει” κάθε επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο, πράγμα που την οδήγησε να αναδιπλωθεί στον εαυτό της.

Αυτό το αυστηρά καθορισμένο πλαίσιο αξιών και συμβόλων έδωσε τόσο σε ποιητές όσο και σε ακροατές ένα οριοθετημένο πλαίσιο αναφοράς, με αποτέλεσμα να διατηρηθούν το περιεχόμενο και η μορφή του χαϊκού αναλλοίωτα στο χρόνο.

Η εξέλιξη του μικρού ιαπωνικού ποιήματος επηρεάστηκε καθοριστικά απο τη σκέψη του ταοϊσμού και του ζεν βουδισμού, εκφράζοντας συχνά το “αμετάβλητο μέσα στην κίνηση” (Μπασό).

Στο χαϊκού γίνεται προσπάθεια να συλληφθεί η ρευστότητα και η προσωρινότητα της στιγμής, προκειμένου αυτή να διατηρηθεί αναλλοίωτη στην αιωνιότητα. Επειδή, όμως, οι λέξεις δεν είναι αρκετές για να περιγράψουν την ολότητα μιας στιγμιαίας εμπειρίας, ο ποιητής του χαϊκού περιγράφει νοερά μια ιδέα, αφήνοντας τη φαντασία του αναγνώστη να τη συμπληρώσει, όπως εκείνος νομίζει.

Τα χαϊκού, όπως θα δούμε, αναφέρονται σε μια εποχή του χρόνου, πράγμα που καθορίζεται από τη χρήση μιας εποχιακής λέξης (Κίγκο), δίνοντας κάθε φορά ένα πολύ συγκεκριμένο πλαίσιο αναφοράς (Ανθισμένες κερασιές, ιτιές, άνοιξη, αηδόνια, απογευματινή αύρα, καλοκαίρι, φθινόπωρο, κόκκινα φύλλα, παγετός, χαλάζι, κρίνα).


Παραδοσιακά, ένα χαϊκού πρέπει να διαρκεί και να διαβάζεται όσο κρατάει μια αναπνοή.

1. Satomura Soha: (;-1602)

“πού να βρω ένα πινέλο

να ζωγραφίζει τα άνθη της δαμασκηνιάς

με όλο τους το άρωμα!”

2. Kobayashi Issa: (1763-1827)

“Ζούμε σκαρφαλωμένοι στη σκεπή

της κόλασης για να δούμε τα λουλούδια.”

3. Yosa Buson: (1716-1783)

“πάνω στην καμπάνα του ναού

κάθισε μια πεταλούδα

και ήσυχα κοιμάται

τι χαρά, το καλοκαίρι

να διασχίζεις ξυπόλητος το ποτάμι

κρατώντας τα πέδιλα στα χέρια!”

4. Μοναχός Ρυοκάν: (1757-1831)

“ο κλέφτης

μου άρπαξε τα πάντα, εκτός

απ’ το φεγγάρι στο παράθυρό μου”

5. Σουγκιγιάμα Σαμπού: (1647-1732)

“τα μικρά που θα τον περιμένουν

καθώς ο κορυδαλλός

πετάει ψηλά!

είμαι σίγουρος:

θα κρυώσω τόσο αργά που περπατάω

για ν’ απολαύσω το χιόνι”

6. Ταχιμπάνα Χοκούσι: (;-1718)

“στάχτη η καημένη μου η καλύβα

αλλά πιο πέρα, πανέμορφες

οι ανθισμένες κερασιές

ομπρέλες

πόσες να πέρασαν

τούτη τη χιονισμένη τη βραδιά;”

Τα χαϊκού είναι εμπνευσμένα απ’ την απλότητα της φύσης και των εποχών του χρόνου, αποδεικνύοντας πως όλοι οι άνθρωποι μπορούν να γίνουν ποιητές.

Είναι ποιήματα που “αιχμαλωτίζουν” μια φευγαλέα στιγμή και την παγιώνουν στο αιώνιο συμπαντικό γίγνεσθαι.


Τρία Χαϊκού του Γ. Σεφέρη



ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ Κ. ΠΟΛΙΤΗ

 

Κοσμάς Πολίτης (1888 – 1974).

 Έλληνας συγγραφέας. Εντάσσεται στη λεγόμενη «γενιά του ‘30» και θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της στο χώρο της πεζογραφίας.

Ο Κοσμάς Πολίτης ήταν μυθιστοριογράφος, διηγηματογράφος και μεταφραστής, με σπουδαίο έργο στον Μεσοπόλεμο και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, που τον κατατάσσει στην πρώτη γραμμή των ελλήνων πεζογράφων. Εντάσσεται στη λεγόμενη «γενιά του ‘30» και θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της στο χώρο της πεζογραφίας. Στο έργο του κυριαρχεί η αγωνιώδης αναζήτηση του απόλυτου ιδεώδους, η οποία εκφράζεται άλλοτε μέσω μιας ιδεαλιστικής, αισθητιστικής και κοσμοπολίτικης γραφής, που συνδυάζει ρεαλιστικά στοιχεία με λυρικές εξάρσεις και άλλοτε με μια πιο άμεση ιδεολογική στροφή προς τα κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα της εποχής του.

Ας γνωρίσουμε καλύτερα τον συγγραφέα μέσα από ένα ντοκιμαντέρ:


΄ΕΡΓΑ ΤΟΥ Κ. ΠΟΛΙΤΗ:

  • Κορίνθιες, θεατρικό, 1930
  • Λεμονοδάσος, μυθιστόρημα, 1930
  • Εκάτη, μυθιστόρημα, 1933
  • Ελεονόρα, διήγημα, 1935
  • Εroïca, μυθιστόρημα, 1937
  • Μαρίνα, διήγημα, 1939
  • Τρεις γυναίκες, νουβέλα, 1943
  • Τζούλια, διήγημα, 1943
  • Το Γυρί, μυθιστόρημα, 1944
  • Το ρέμα, διήγημα, 1945
  • Ένα διπλό, διήγημα, 1945
  • Η κορομηλιά, νουβέλα, 1946
  • Santa Barbara (απόσπασμα), εφημ. Η Μάχη, 6.11.1949, σελ. 2.
  • Κωνσταντίνος ο Μέγας, θεατρικό, 1957
  • Πρώτη Ανάσταση, διήγημα, 1959
  • Στου Χατζηφράγκου, μυθιστόρημα, 1962
  • Τέρμα (ημιτελές), μυθιστόρημα, 1975
  • Καϊάφας, αφήγημα, 1976
  • Μάρκο Πόλο. Πρωτότυπη εργασία πάνω στα ταξίδια του, 2001


ΕΙΔΙΚΑ  για την Eroica - Ερμηνευτική προσέγγιση

Η Eroica είναι το τρίτο μυθιστόρημα του Κοσμά Πολίτη […]. Στα δύο προηγούμενα (ΛεμονοδάσοςΕκάτη) η δράση εκτυλισσόταν στο πλαίσιο της εύπορης αθηναϊκής κοινωνίας και η υπόθεση αφορούσε την ανικανοποίητη αναζήτηση της ιδανικής, αγνής αγάπης στο νέο κόσμο των bain mixte και της αϊνστάνειας σχετικότητας. Η Eroica στρέφεται στο παρελθόν: η δράση του έργου τοποθετείται περίπου τριάντα χρόνια πριν, σε μια φανταστική πόλη […]. Η ιστορία αναφέρεται σε μια ομάδα αγοριών στην πρώιμη εφηβεία. Ο ηρωικός κόσμος των φαντασιώσεών του ρημάζεται από την πρώτη βίαιη επαφή τους με το θάνατο και την πρώτη εκδήλωση του ερωτισμού τους. Το θέμα της ανέφικτης ιδανικής αγάπης, που τον απασχολεί και στα προηγούμενα μυθιστορήματα, είναι πάλι βασανιστικά παρόν, αλλά τώρα συγκρούεται με ένα άλλο ιδανικό: την αθωότητα της ηρωικής συμπεριφοράς. Τα αγόρια στα παιχνίδια τους παίζουν τους πυροσβέστες, είναι ντυμένα σαν αληθινοί πυροσβέστες της Σμύρνης (τουλουμπασήδες), με «περικεφαλαία» σαν αυτή των αρχαίων πολεμιστών. Εύστοχα το μυθιστόρημα διαπλέκει μια παραλληλία ανάμεσα σε αυτούς τους νεαρούς πολεμιστές-ήρωες και στους ήρωες της Ιλιάδας. Όταν, μάλιστα, ένας από αυτούς πεθαίνει, οι στενοί του φίλοι οργανώνουν αθλητικό διαγωνισμό στις αποθήκες του σιδηροδρομικού σταθμού, που αποτελεί κατά μέρος αναβίωση και κατά μέρος παρωδία των ‘άθλων επί Πατρόκλω’ της Ιλιάδας. Με χιούμορ αλλά και νοσταλγία το μυθιστόρημα ανατρέχει στην ηρωική ‘χρυσή εποχή’ του σύγχρονου ανθρώπου. Ταυτόχρονα, μέσω του ομηρικού παραδείγματος, η μυθική αναδρομή του μυθιστορήματος αναφέρεται στον ελληνικό πολιτισμό αλλά και στο σύνολο της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας.

Πίσω από την ιστορία της Eroica βρίσκεται […] η ομηρική Ιλιάδα ή πιο σωστά το σύνολο του τρωικού μύθου, στον οποίο παραπέμπει έμμεσα ο τίτλος του μυθιστορήματος, ενώ πίσω από τους ήρωες «στέκονται σαν σκιές οι μυθικές μορφές» του Αχιλλέα, του Πάτροκλου, της Ελένης και άλλων ομηρικών ηρώων. […]

Οι αναφορές στο μύθο του τρωικού κύκλου περισσεύουν στην Eroica. Ο παράτολμος αρχηγός της ομάδας των παιδιών, ο Λοΐζος, θυμίζει τον Αχιλλέα· οι συνθήκες του τραυματισμού του Αντρέα και οι αγώνες που οργανώνονται προς τιμή του μετά το θάνατό του φέρνουν στο νου τη μορφή του Πάτροκλου· η μικρή Μόνικα ενσαρκώνει την ωραία —και μοιραία για την ομάδα των αγοριών— Ελένη· στοιχεία που προέρχονται από τον ίδιο κύκλο, όπως η πυρπόληση του σπιτιού του αιώνιου εχθρού, του Πιερ, (ανάμνηση της καταστροφής της Τροίας) και οι συνθήκες του θανάτου του Αλέκου, αποτελούν σήματα για το τέλος του μυθιστορήματος.

Στην περίπτωση της Eroica ο αφηγητής είναι ένα πρόσωπο στην ιστορία. Ονομάζεται Παρασκευάς κι αφηγείται στο πρώτο πρόσωπο. Είκοσι χρόνια όμως χωρίζουν την εποχή της ιστορίας από την εποχή της αφήγησης· ο Παρασκευάς-ήρωας είναι έφηβος ενώ ο Παρασκευάς-αφηγητής είναι μεσήλικας. Πρώτα ο Παρασκευάς-έφηβος παρακολουθεί τα γεγονότα από την οπτική γωνία του παιδιού που τα ζει από κοντά, κι ύστερα ο Παρασκευάς-μεσήλικας αφηγείται αυτά τα γεγονότα (τα οποία ήδη υπέστησαν μια επεξεργασία στη συνείδηση του εφήβου) από την οπτική γωνία του ώριμου άντρα που τα έζησε μεν, αλλά στο μεταξύ απέκτησε μεγαλύτερη πείρα ζωής. Και ο Παρασκευάς-ήρωας και ο Παρασκευάς-αφηγητής βλέπουν την ιστορία με διφορούμενο τρόπο· άλλοτε την εξωραΐζουν κι άλλοτε την ειρωνεύονται. Ο έφηβος ήρωας, όπως είναι φυσικό, τείνει να εξιδανικεύσει τα πρόσωπα που αγαπάει, χωρίς όμως να λείψουν ορισμένες ειρωνικές νύξεις, ενώ ο μεσήλικας αφηγητής, παρά τη νοσταλγία-του για τα παιδικά-του χρόνια, έχει γίνει περισσότερο κυνικός και συχνά ειρωνεύεται τα πρόσωπα. Αυτή η διπλή οπτική γωνία δημιουργεί την πολλαπλότητα των σημασιών στο κείμενο της Eroica.


ΛΕΜΟΝΟΔΑΣΟΣ τηλεοπτική σειρά


ΣΤΟΥ ΧΑΤΖΗΦΡΑΓΚΟΥ (απόσπασμα)