To πολιτιστικό πρόγραμμα " Λέσχη Λόγου και Τέχνης" του ΓΕΛ Σκύρου μέσα από βιωματικά εργαστήρια στοχεύει στην επαφή των μαθητών με σημαντικά έργα διαφόρων τεχνών (κινηματογράφος, θέατρο, λογοτεχνία, ζωγραφική, γλυπτική, φωτογραφία κλπ), στην παραγωγή ανάλογων πρωτότυπων έργων από τους μαθητές και στη διαμόρφωση της αισθητικής, της καλλιέργειας και της ευαισθησίας τους απέναντι στην Τέχνη, φέρνοντάς τους, πρωτίστως, σε επαφή με το κοινωνικοπολιτισμικό παρελθόν.
Γεννήθηκε στη Βιζύη της Θράκης και πέθανε στην Αθήνα. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετά στη Γερμανία, όπου ασχολήθηκε κυρίως με τη φιλοσοφία και την αισθητική. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα σκόπευε να διδάξει στο Πανεπιστήμιο, αλλά τελικά μπήκε καθηγητής στο Ωδείο Αθηνών. Ένα άτυχο επεισόδιο κλόνισε τα νεύρα του και τον έκλεισαν στο Δρομοκαΐτειο φρενοκομείο. Ο Βιζυηνός μαζί με το Βικέλα είναι ο δημιουργός της πεζογραφίας στην Ελλάδα και δίκαια ονομάστηκε πατέρας του διηγήματος. Κύριο χαρακτηριστικό των πεζογραφημάτων του είναι ότι κατορθώνει να παρουσιάζει ολοκληρωμένους χαρακτήρες, τους οποίους ψυχογραφεί σε βάθος. Τα θέματά του τα αντλεί από τις παιδικές του αναμνήσεις, την οικογενειακή ζωή και το περιβάλλον του χωριού του. Έγραψε σε καθαρεύουσα, όμως στο διάλογο χρησιμοποίησε μια γλώσσα θαυμάσια πλαστική λαϊκή, που αποδίδει τέλεια το ήθος των προσώπων. Στην ποίηση ταλαντεύεται ανάμεσα στο παλιό και το καινούριο και δεν κατορθώνει να απαλλαγεί από τις αδυναμίες του ρομαντισμού. Έργα του: Ποίηση: Ποιητικά πρωτόλεια, Κων/πολη 1873. Ο Κόδρος, επικόν ποίημα, (1874). Βοσπορίδες Αύραι, 1876 (ανέκδοτο). Ατθίδες Αύραι, Λονδίνο 1883 (1884). Άλλα ποιήματα. Ποιήματα από τα χειρόγραφα «Λυρικά». Παιδικά (ανέκδοτα). Πεζά: Δημοσιεύτηκαν στην Εστία από το 1883-1895. Το αμάρτημα της μητρός μου, 1883. Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου, 1883. Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως, 1883. Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας, 1884. Το μόνον της ζωής του ταξίδιον, 1884. Μοσκώβ Σελήμ, 1895. Μελέτες: Ανά τον Ελικώνα, 1894. Άπαντα: τόμ. 1,1955.
Από την αρχαιότητα, έχουν αναγνωριστεί μερικές γυναίκες ποιήτριες, όπως η Σαπφώ, μια από τις πιο αναγνωρισμένες ποιήτριες παγκοσμίως, η οποία έγραψε τα ποιήματά της για τις γυναίκες και τα κορίτσια που λάτρευαν, όπως εκείνη, την Αφροδίτη. Προετοίμαζε τα κορίτσια για τα μεγάλα ορόσημα της γυναικείας φύσης: την εφηβεία, τον γάμο και τον τοκετό, κάτι που ήταν αρκετά κοινό εκείνη την εποχή για τη Λέσβο.
Έπειτα, βρίσκονταν στη σκιά των αντρών συναδέλφων τους ιδίως κατά την περίοδο του Διαφωτισμού έως και τις αρχές του προηγούμενου αιώνα, όποτε έκαναν και την εμφάνιση τους. Στα τέλη του 18ου αιώνα, γίνονται γνωστές οι Φαναριώτισσες Υψηλάντη και Κατίνκω, τη δεκαετία του 1840 με την πρώτη καταγραφή μαχών της εξέγερσης της Κρήτης το 1821 η πρωτοπόρος Καμπουράκη.
Η μεγάλη έκρηξη των Ελληνίδων ποιητριών γίνεται τη δεκαετία 1850-1860. Από το 1909, γίνεται γνωστή η Πηνελόπη Δέλτα και με τη γενιά του 1920 η Μαρία Πολυδούρη.
Τα τελευταία χρόνια οι Ελληνίδες ποιήτριες που γνωρίζουν επιτυχία όλο και πληθαίνουν.
Ας θυμηθούμε μερικά από τα πιο σημαντικά ποιήματα από Ελληνίδες ποιήτριες.
Δεν πεινάω, δεν πονάω, δε βρωμάω ίσως κάπου βαθιά να υποφέρω και να μην το ξέρω κάνω πως γελάω δεν επιθυμώ το αδύνατο ούτε το δυνατό τα απαγορευμένα για μένα σώματα δε μου χορταίνουν τη ματιά.
Τον ουρανό καμιά φορά κοιτάω με λαχτάρα την ώρα που ο ήλιος σβήνει τη λάμψη του κι ο γαλανός εραστής παραδίνεται στη γοητεία της νύχτας.
Η μόνη μου συμμετοχή στο στροβίλισμα του κόσμου είναι η ανάσα μου που βγαίνει σταθερή.
Αλλά νιώθω και μια άλλη παράξενη συμμετοχή∙ αγωνία με πιάνει ξαφνικά για τον ανθρώπινο πόνο.
Απλώνεται πάνω στη γη σαν τελετουργικό τραπεζομάντιλο που μουσκεμένο στο αίμα σκεπάζει μύθους και θεούς αιώνια αναγεννιέται και με τη ζωή ταυτίζεται.
Ναι, τώρα θέλω να κλάψω αλλά στέρεψε ως και των δακρύων μου η πηγή.
Κατερίνα Γώγου
Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά
Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά πού κάνουν τραμπάλα στις ταράτσες ετοιμόρροπων σπιτιών Εξάρχεια Πατήσια Μεταξουργείο Μέτς. Κάνουν ότι λάχει. Πλασιέ τσελεμεντέδων και εγκυκλοπαιδειών φτιάχνουν δρόμους και ενώνουν ερήμους διερμηνείς σε καμπαρέ τής Ζήνωνος επαγγελματίες επαναστάτες παλιά τούς στρίμωξαν και τά κατέβασαν τώρα παίρνουν χάπια και οινόπνευμα να κοιμηθούν αλλά βλέπουν όνειρα και δέν κοιμούνται. ‘Εμένα οι φίλες μου είναι σύρματα τεντωμένα στις ταράτσες παλιών σπιτιών Εξάρχεια Βικτώρια Κουκάκι Γκύζη. πάνω τους έχετε καρφώσει εκατομμύρια σιδερένια μανταλάκια τις ενοχές σας αποφάσεις συνεδρίων δανεικά φουστάνια σημάδια από καύτρες περίεργες ημικρανίες απειλητικές σιωπές κολπίτιδες ερωτεύονται ομοφυλόφιλους τριχομονάδες καθυστέρηση το τηλέφωνο το τηλέφωνο το τηλέφωνο σπασμένα γυαλιά το ασθενοφόρο κανείς. Κάνουν ό,τι λάχει. Όλο ταξιδεύουν οι φίλοι μου γιατί δεν τούς αφήσατε σπιθαμή για σπιθαμή. Όλοι οι φίλοι μου ζωγραφίζουνε με μαύρο χρώμα γιατί τούς ρημάξατε το κόκκινο γράφουνε σε συνθηματική γλώσσα γιατί ή δική σας μόνο για γλείψιμο κάνει. Οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά και σύρματα στα χέρια σας. Στο λαιμό σας. Οι φίλοι μου.
Μάτση Χατζηλαζάρου
Έρως μελαχρινός
Σκέπτουμαι μια ζωή που θα ‘τανε βαριά σα σήμερα, μονάχα αν έλειπες ταξίδι. Το πρωί σκέπτουμαι τα μέλη σου σφιχτοδεμένα – εκεί κάπως εντοπίζω την αγκαλιά σου. Το βράδυ βλέπω τα χείλια σου σαν το δαγκωμένο φρούτο.
Έλα, η μέρα είναι τόσο ωραία – τα ποιήματα που αγαπώ θέλω να τα ζήσω μαζί σου. Μπορούσα τόσα πράματα να τα μετατρέψω σε χαρά και να σ’ τα δώσω. Κάθε στιγμή μπορούσα να σου την κάνω μουσική πρωτόγονη, γούνα μαλακιά, ζεστή, ηλεκτρισμένη, που βουλιάζει βαθιά μέσα. Χορός τέλεια ελεύθερος, αντί από μέλη να ‘χεις φτερά, και πάλι φτερά ονείρου. Ή μυρουδιές —μήπως θέλεις μυρουδιές; Τότε θα ‘ναι μυρουδιές δροσερές, σαν μικροί καταρράκτες όλο πολυτρίχι – ή σαν γιαλός το πρωινό όπου βγαίνει και λιάζεται το φύκι, ο σταυρός, ο αχινός – και το κύμα στην αμμουδιά δεν είναι σοβαρό, μα παίζει. Πέρα βέβαια η θάλασσα έχει μιαν απαλή τραγικότητα.
Θεώνη Δρακοπούλου (Μυρτιώτισσα)
Σ’ αγαπώ
Σ’ αγαπώ, δεν μπορώ Τίποτ’ άλλο να πω Πιο βαθύ, πιο απλό Πιο μεγάλο!
Μπρος στα πόδια σου εδώ Με λαχτάρα σκορπώ Τον πολύφυλλο ανθό Της ζωής μου
Τα δυο χέρια μου, να… Στα προσφέρω δετά Για να γείρεις γλυκά Το κεφάλι
Κι η καρδιά μου σκιρτά Κι όλη ζήλια ζητά Να σου γίνει ως αυτά Προσκεφάλι
Ω μελίσσι μου, πιες Απ’ αυτόν τις γλυκές Τις αγνές ευωδιές Της ψυχής μου!
Σ’ αγαπώ τι μπορώ Ακριβέ να σου πω Πιο βαθύ, πιο απλό Πιο μεγάλο;
Μαρία Αρχιμανδρίτη
Η μοναξιά της καμπύλης
Τρεις τελείες, ή μία ακολουθεί την άλλη. Όλες σκυφτές, ταπεινωμένες. Η μια κοιτά την πλάτη της άλλης, όλες έκπληκτες, ξαφνιασμένες. Δεν περίμεναν το τέλος τόσο γρήγορα, τόσο αιφνίδια. Κι ήταν τόσο όμορφες οι λέξεις. Μια απ’ αυτές ήταν «ελπίδα». Τι χαρά, θυμούνται με δάκρυα στα μάτια, τι έμφαση, ο τόνος και η ουσία.
[…] Όλες σιωπηλές, συρρικνωμένες. […] Όχι μοιρολόι. «Ποτέ», φωνάζουν Και τραβούν τα μαλλιά τους […]
Ελένη Παρασκευά
Γλέντι τρελό
Μη μου μιλάς για τους αγώνες, δράση, πόλεμο και νίκες. Μη μου μιλάς για κατορθώματα, τιμές, ταρίφες. Άσε τα μεγαλόστομα εκείνα ρήματα, ξέχνα και τα δυσεύρετα επίθετα από τεχνίτες γλωσσοπλάστες σμιλεμένα.
Για τις κοιλάδες μίλα μου, ελιές, πεύκα κι αμπελώνες, για την παλίρροια και τις θάλασσες, τους κάβους, τα καράβια, τα λιμάνια. Μίλα μου για τη δίνη στον ωκεανό και τα προϊστορικά θηρία που ντροπαλά αναδύονται στο λυκόφωτο από τις άγριες λίμνες. Και ξέχνα όλα εκείνα τα ψεύτικα.
Ο ποιητής Διονύσιος Σολωμός, εθνικός ποιητής της Ελλάδας, αποτελεί ιδιαίτερη περίπτωση στην ιστορία των γραμμάτων μας. Γεννημένος στα τέλη του 18ου αιώνα στα Επτάνησα, ζει όλη του τη ζωή εκτός των συνόρων του ελληνικού κράτους, ως Γάλλος, Επτανήσιος και Άγγλος πολίτης, έχοντας ως γλώσσα της παιδείας του, της σκέψης του, της προφορικής και γραπτής επικοινωνίας του την ιταλική. Σε αυτήν μάλιστα θα ξεκινήσει την ποιητική του διαδρομή. Ωστόσο, για την υψηλή ποιητική του έκφραση θα επιλέξει την ελληνική, την οποία, μολονότι θα χρειαστεί να τη σπουδάσει σαν να ήταν δεύτερη γλώσσα, θα κατορθώσει να την καλλιεργήσει σε τέτοιο βαθμό και να δημιουργήσει ποίηση τόσο σημαντική που το έργο του θα αποτελέσει την αρχή και τη βάση της νεότερης λογοτεχνίας μας. Επιχειρώντας να κατανοήσει το παράδοξο αυτό, ο Σεφέρης υποδεικνύει ως μια βασική έννοια-κλειδί την απόσταση.
«Ο γενάρχης της λογοτεχνίας αυτής δεν ήξερε ελληνικά, αλλά τα έμαθε και τα μάθαινε ως το τέλος της ζωής του. […] Αλλά την πορεία της ελληνικής γλώσσας την εχάραξε μια για πάντα η διάνοια του Σολωμού. Και ίσως επειδή ερχότανε κάθε τόσο από μακριά, να κοίταξε τα πράγματα με το φρέσκο και το σίγουρο μάτι που τα κοίταξε.» (Σεφέρης [1937] 1984: 71, 74)
Πράγματι, η απόσταση από την οποία ο Σολωμός συμμετείχε στα πράγματα φαίνεται πως εντέλει λειτούργησε ως μια θετική προϋπόθεση του ιδιαίτερου επιτεύγματός του. Πρόκειται για απόσταση γλωσσική και συγχρόνως πολιτισμική, αισθητική, ιδεολογική αλλά πριν από όλα γεωπολιτική.
Ας τον γνωρίσουμε καλύτερο, παρακολουθώντας το παρακάτω βίντεο:
Το έργο του είναι ευρέως γνωστό στο κοινό, εκτός από τον Εθνικό Ύμνο, μέσα από μελοποιήσεις:
ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ
Η ξανθούλα, το πρώτο ποίημα που έγραψε στα ελληνικά.
Ύμνος εις την Ελευθερίαν - ο μεγαλύτερος εθνικός ύμνος στον κόσμο (158 στροφές).
Αγάπησέ με, Ανθούλα μου, γλυκιά χρυσή μου ελπίδα, καθώς κι εγώ σ’ αγάπησα την ώραν οπού σ’ είδα. Είχες τα μάτια σου γειρτά στα πράσινα χορτάρια κι η λύπη σού τα εστόλιζε με δυο μαργαριτάρια. Τη μάνα σου θυμούμενη εδάκρυζες, Ανθούλα, 5 γιατί στον κόσμο σ’ άφησε μονάχη κι ορφανούλα. Α, ναι, φυλάξου, αγάπη μου, του κόσμου από την πλάνη, οπού με λόγια δολερά τόσα κοράσια χάνει… Πού πας μονάχη κι έρημη, αθώα περιστερούλα! Βρόχια πολλά σού σταίνουνε· έλα μαζί μου, Ανθούλα. 10
[Ωδή εις τη σελήνη *]
Γλυκύτατη φωνή βγάν’ η κιθάρα, και σε τούτη την άφραστη αρμονία της καρδιάς μου αποκρίνεται η λαχτάρα· γλυκέ φίλε, είσαι συ, που με τη θεία
έκσταση του Οσσιάνου, εις τ’ ακρογιάλι 5 της νυχτός εμψυχείς την ησυχία. Κάθισε για να πούμε ύμνον στα κάλλη της Σελήνης· αυτήν εσυνηθούσε ο τυφλός ποιητής συχνά να ψάλλει.
Μου φαίνεται τον βλέπω που ακουμβούσε 10 σε μίαν ετιά, και το φεγγάρι ωστόσο στα γένια τα ιερά λαμποκοπούσε. Απ’ το Σκοπό νά το προβαίνει· ω πόσο συ την νύχτα τερπνά παρηγορίζεις!
Ύμνον παθητικόν θε να σου υψώσω· 15 παθητικό σα εσένα, όταν λαμπίζεις στρογγυλό, μεσουράνιο, και το φως σου σε ταφόπετρα ολόασπρη αποκοιμίζεις.
στ. 6 εμψυχώνεις τερπνά την ησυχία
[Η Ξανθούλα]
Την είδα την Ξανθούλα, την είδα ψες αργά, που εμπήκε στη βαρκούλα να πάει στην ξενιτιά. 5 Εφούσκωνε τ’ αέρι λευκότατα πανιά, ωσάν το περιστέρι που απλώνει τα φτερά. Εστέκονταν οι φίλοι 10 με λύπη, με χαρά, κι αυτή με το μαντίλι τους αποχαιρετά. Και το χαιρετισμό της εστάθηκα να ιδώ, 15 ώς που η πολλή μακρότης μου το ’κρυψε και αυτό. Σ’ ολίγο, σ’ ολιγάκι δεν ήξερα να πω αν έβλεπα πανάκι 20 ή του πελάγου αφρό· και αφού πανί, μαντίλι εχάθη στο νερό, εδάκρυσαν οι φίλοι, εδάκρυσα κι εγώ. 25 Δεν κλαίγω τη βαρκούλα, δεν κλαίγω τα πανιά, μόν’ κλαίγω την Ξανθούλα, που πάει στην ξενιτιά. Δεν κλαίγω τη βαρκούλα 30 με τα λευκά πανιά, μόν’ κλαίγω την Ξανθούλα με τα ξανθά μαλλιά. *
στροφή 1 […] την είδα όταν αργά εκίνησε η βαρκούλα […]