AΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΟΔ. ΕΛΥΤΗ

 ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ (1911-1996)


Ντοκιμαντέρ για τη ζωή και το έργο του



ΜΕΛΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΠΟΙΗΣΗ



ΑΠΑΓΓΕΛΙΕΣ 







ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 

Τὸ Φωτόδεντρο καὶ ἡ δέκατη τέταρτη Ὀμορφιά

Μ᾿ ἕνα τίποτα ἔζησα
Μονάχα οἱ λέξεις δὲ μοῦ ἀρκούσανε
Σ᾿ ἑνὸς περάσματος ἀέρα
ξεγνέθοντας ἀπόκοσμη φωνὴ τ᾿ αὐτιά μου
φχιὰ
φχιοὺ φχιού
ἐσκαρφίστηκα τὰ μύρια ὅσα
Τί γυαλόπετρες φοῦχτες
τί καλάθια φρέσκες μέλισσες καὶ σταμνιὰ φουσκωτὰ ὅπου
ἄκουγες βββ νὰ σοῦ βροντάει ὁ αἰχμάλωτος ἀέρας.

Κάτι
Κάτι δαιμονικὸ μὰ ποὺ νὰ πιάνεται σὰν σὲ δίχτυ στὸ σχῆμα τοῦ Ἀρχαγγέλου
Παραλαλοῦσα κι ἔτρεχα
Ἔφτασα κι ἀποτύπωνα τὰ κύματα στὴν ἀκοὴ ἀπ᾿ τὴ γλώσσα

- Ἔ καβάκια μαῦρα, φώναζα, κι ἐσεῖς γαλάζια δέντρα τί ξέρετε ἀπὸ μένα;
- Θόη θόη θμός
- Ἔ; Τί;
- Ἀρίηω ἠθύμως θμὸς
- Δὲν ἄκουσα τί πράγμα;
- Θμὸς θμὸς ἄδυσος

Ὥσπου τέλος ἔνιωσα
κι ἂς πᾶ᾿ νὰ μ᾿ ἔλεγαν τρελὸ
πῶς ἀπό ῾να τίποτα γίνεται ὁ Παράδεισος.


Ὁ μικρὸς Ναυτίλος

Ὅτι μπόρεσα ν᾿ ἀποχτήσω μία ζωὴ ἀπὸ πράξεις ὁρατὲς γιὰ ὅλους, ἑπομένως νὰ κερδίσω τὴν ἴδια μου διαφάνεια, τὸ χρωστῶ σ᾿ ἕνα εἶδος εἰδικοῦ θάρρους ποὺ μοῦ ῾δωκεν ἡ Ποίηση: νὰ γίνομαι ἄνεμος γιὰ τὸ χαρταετὸ καὶ χαρταετὸς γιὰ τὸν ἄνεμο, ἀκόμη καὶ ὅταν οὐρανὸς δὲν ὑπάρχει.

Δὲν παίζω μὲ τὰ λόγια. Μιλῶ γιὰ τὴν κίνηση ποὺ ἀνακαλύπτει κανεὶς νὰ σημειώνεται μέσα στὴ «στιγμή» ὅταν καταφέρει νὰ τὴν ἀνοίξει καὶ νὰ τῆς δώσει διάρκεια. Ὁπόταν, πραγματικά, καὶ ἡ Θλίψις γίνεται Χάρις καὶ ἡ Χάρις Ἄγγελος· ἡ Εὐτυχία Μοναχὴ καὶ ἡ Μοναχὴ Εὐτυχία.

μὲ λευκές, μακριὲς πτυχὲς πάνω ἀπὸ τὸ κενὸ ἕνα κενὸ γεμάτο σταγόνες πουλιῶν, αὖρες βασιλικοῦ καὶ συριγμοὺς ὑπόκωφου Παραδείσου.


Σῶμα τοῦ καλοκαιριοῦ

Ὢ σῶμα τοῦ καλοκαιριοῦ γυμνὸ καμένο
Φαγωμένο ἀπὸ τὸ λάδι κι ἀπὸ τὸ ἀλάτι
Σῶμα τοῦ βράχου καὶ ῥῖγος τῆς καρδιᾶς
Μεγάλο ἀνέμισμα τῆς κόμης λυγαριᾶς
Ἄχνα βασιλικοῦ πάνω ἀπὸ τὸ σγουρὸ ἐφηβαῖο
Γεμᾶτο ἀστράκια καὶ πευκοβελόνες
Σῶμα βαθὺ πλεούμενο τῆς μέρας!


Ἡλικία τῆς γλαυκῆς θύμησης

Ἐλαιῶνες κι ἀμπέλια μακριὰ ὡς τὴ θάλασσα
Κόκκινες ψαρόβαρκες μακριὰ ὡς τὴ θύμηση
Ἔλυτρα χρυσὰ τοῦ Αὐγούστου στὸν μεσημεριάτικο ὕπνο
Μὲ φύκια ἢ ὄστρακα. Κι ἐκεῖνο τὸ σκάφος
Φρεσκοβγαλμένο, πράσινο, ποὺ διαβάζεις ἀκόμη
στὴν εἰρήνη τὸν κόλπου τῶν νερῶν ἔχει ὁ Θεός.

Περάσανε τὰ χρόνια φύλλα ἢ βότσαλα
Θυμᾶμαι τὰ παιδόπουλα τοὺς ναῦτες ποὺ ἔφευγαν
Βάφοντας τὰ πανιὰ σὰν τὴν καρδιά τους
Τραγουδοῦσαν τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα.
Κι εἶχαν ζωγραφιστοὺς βοριάδες μὲς στὰ στήθια.

Τί γύρευα ὅταν ἔφτασες βαμμένη ἀπ᾿ τὴν ἀνατολὴ τὸν ἥλιου
Μὲ τὴν ἡλικία τῆς θάλασσας στὰ μάτια
Καὶ μὲ τὴν ὑγεία τὸν ἥλιου στὸ κορμὶ - τί γύρευα
Βαθιὰ στὶς θαλασσοσπηλιὲς μὲς στὰ εὐρύχωρα ὄνειρα
Ὅπου ἄφριζε τὰ αἰσθήματά του ὁ ἄνεμος;
Ἄγνωστος καὶ γλαυκὸς χαράζοντας στὰ στήθια μου
τὸ πελαγίσιο του ἔμβλημα.
Μὲ τὴν ἄμμο στὰ δάχτυλα ἔκλεινα τὰ δάχτυλα
Μὲ τὴν ἄμμο στὰ μάτια ἔσφιγγα τὰ δάχτυλα
Ἦταν ἡ ὀδύνη

Θυμᾶμαι ἦταν Ἀπρίλης ὅταν ἔνιωθα πρώτη
φορᾶ τὸ ἀνθρώπινο βάρος σου.
Τὸ ἀνθρώπινο σῶμα σου πηλὸ κι ἁμαρτία
Ὅπως τὴν πρώτη μέρα μας στὴ γῆ.
Γιόρταζαν οἱ ἀμαρυλλίδες - Μὰ θυμᾶμαι πόνεσες
Ἤτανε μία βαθιὰ δαγκωματιὰ στὰ χείλια
Μία βαθιὰ νυχιὰ στὸ δέρμα κατὰ κεῖ ποὺ
χαράζεται παντοτινὰ ὁ χρόνος.

Σ᾿ ἄφησα τότες
Καὶ μία βουερὴ πνοὴ σήκωσε τ᾿ ἄσπρα σπίτια
Τ᾿ ἄσπρα αἰσθήματα φρεσκοπλυμένα ἐπάνω
Στὸν οὐρανὸ ποὺ φώτιζε μ᾿ ἕνα μειδίαμα.
Τώρα θά ῾χω σιμά μου ἕνα λαγήνι ἀθάνατο νερό
Θά ῾χω ἕνα σχῆμα λευτεριᾶς ἀνέμου ποὺ κλονίζει
Κι ἐκεῖνα τὰ χέρια σου ὅπου θὰ τυραννιέται ὁ ἔρωτας
Κι ἐκεῖνο τὸ κοχύλι σου ὅπου θ᾿ ἀντηχεῖ τὸ Αἰγαῖο.

(Προσανατολισμοί) ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

ΤΑ ΚΟΛΛΑΖ ΤΟΥ ΟΔ. ΕΛΥΤΗ

Όλοι γνωρίζουμε τον Οδυσσέα Ελύτη από το ποιητικό του έργο, ελάχιστοι γνωρίζουν το εικαστικό του έργο, τα κολάζ (συνεικόνες κατά τον ίδιο) και τη ζωγραφική.

Η τέχνη του κολάζ συνάντησε τον Οδυσσέα Ελύτη όταν ήταν είκοσι πέντε χρονών. Το 1936 εμφανίζεται με τα πρώτα του κολάζ στην «Α΄ Διεθνή Υπερρεαλιστική Έκθεση Αθηνών» ενώ από το 1965 ασχολείται συστηματικά δείχνοντάς τα σε εκθέσεις και τυπώνοντάς τα σε λευκώματα.

1

Ο ίδιος εξηγούσε λέγοντας:
«Σκοπός μου δεν ήταν να παίξω. Ήταν να μεταγράψω την ποιητική μου σ’ ένα επίπεδο αποσπασμένο από τους ήλιους του σταυρού της γλώσσας. Και μου φάνηκε με το πείραμα που έκανα, ότι κρατούσα ίσως στα χέρια μου το κατάλληλο κλειδί. Πολλές παλιές μου ορέξεις άρχισαν σιγά-σιγά, με άλλου είδους απαιτήσεις, ν’ ανεβαίνουν από το βυθό των ποιημάτων μου στην επιφάνεια» (Το δωμάτιο με τις εικόνες, Ίκαρος 1986)

2

Αλλά για αυτή του την άλλη θέαση της ποίησης δεν θα μπορούσε να μας ταξιδέψει καλύτερα άλλος από την Μαρίνα Λαμπράκη Πλάκα, διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης και καθηγήτρια της Ιστορίας της Τέχνης. Γράφει λοιπόν για τα οπτικά ποιήματα του Οδυσσέα Ελύτη:

3

«Για τον Ελύτη, το κολάζ είναι μια εναλλακτική γλώσσα της αποκάλυψης. Στα συντακτικά στοιχεία του, είτε προέρχονται από φωτογραφίες είτε από έργα τέχνης, σταχυολογούμε το ευρετήριο του φανταστικού μουσείου του ποιητή. Ένα φανταστικό μουσείο όπου συνοικούν χρώματα, πίνακες ζωγραφικής, ερατεινά και μελλέφηβα σώματα κοριτσιών και αγγέλων, πτυχές κυμάτων και χιτώνων, αγάλματα και μέλη ναών, τα λευκά του ασβέστη και του γάλακτος, από ένα στίχο της Σαπφώς. Η Ακρόπολη, η Πομπηία και η Αγία Σοφία.

Ο υπερρεαλισμός προγύμνασε τον Ελύτη να υπερπηδά τα σύνορα, τα γεωγραφικά και τα χρονικά. Ορεινά και θαλασσινά τοπία συνεισχωρούν το ένα στο άλλο. Η Ελλάδα υγρή και στερεή, ναυτική και ορεσείβια συνυπάρχει σ’ έναν ειρηνικό συγκριτισμό, όπως συγκατοικούν φίλια τα τοπία της μνήμης. Το ίδιο και η ιστορία καταλύει αλληλουχίες και πρωθύστερα στα καλάζ του Ελύτη. Κούροι και άγγελοι, κόρες και άγιοι αγναντεύονται και νεύουν μέσα σε μια συγχρονία, όπου οι διχασμοί, τα διλήμματα, τα ιδεολογήματα, δεν έχουν καμιάν ισχύ. Τα κολάζ του Ελύτη σε ξεναγούν στην ποιητική του…

4

Έμμονες εικόνες, τα κορίτσια γυμνά ή ημίγυμνα. Έμμονα χρώματα, το λευκό, το πορφυρό, το γαλάζιο, η ώχρα. Ή μετωνυμικά: ο ασβέστης, η θάλασσα και το λουλάκι, η φωτιά, μια κόκκινη βάρκα, το χρυσό δέρας των κοριτσιών, το ξερό χόρτο, νεοκλασικές προσόψεις.

Με θραύσματα του ορατού, ο Ελύτης συχνά οικοδομεί το αόρατο. Τα αφηρημένα κολλάζ του αφήνουν να διαφανεί μια σπονδύλωση πιο ισχυρή. Μεγάλες σιωπές εναλλάσσονται με επεισόδια, σχήματα ήρεμα εμψυχώνονται από αιφνίδιες εντάσεις.

5
Στην υδατογραφία, που ασκεί πιο συστηματικά στη δεκαετία του ’80 ο ποιητής, παράλληλα με τα πιο αφηρημένα κολλάζ, αναδεικνύεται σε αυθεντικό ακόλουθο του Πάουλ Κλέε. Συνθέσεις με γεωμετρική αρμοδεσιά, όπου εισχωρεί πάντα ένα ζωοφόρο στοιχείο ανησυχίας, ένα ανεπαίσθητο αεράκι, φυλλώματα, ιστία, ιμάτια που ανεμίζουν. Η τεχνική πειθαρχεί στη ρευστότητα του υλικού, στην πύκνωση και αραίωση της χρωστικής ύλης, στις αλχημικές κράσεις των χρωμάτων, στις ενδιάμεσες σιωπές και στα αβρά περάσματα από τον ένα τόνο στον άλλον. Το χρώμα, κυματιστό και διάφανο και ιριδίζον, λάμπει, άλλοτε σαν βυθός ηλιόχαρής και άλλοτε σαν πολύτιμο πετράδι.

7

Η ζωγραφική του Οδυσσέα Ελύτη είναι μια οπτική επαλήθευση της ποίησής του. Ο δεύτερος όρος μιας εξίσωσης όπου κυριαρχεί η πλατωνική συγγυμνασία των αισθήσεων. Αισθήσεων που έχουν ασκηθεί να συλλαβίζουν τα σκιρτήματα της φύσης και να αποκρυπτογραφούν τα μυστικά της τέχνης σε μια κλίμακα ασυνήθιστη για την ελληνική δημιουργία».

Η δεύτερη έκδοση του βιβλίου του με τον τίτλο «ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΟΔΟΣ» που τυπώθηκε τον Οκτώβριο του 1995, τριάντα τρεις τέμπερες, μια υδατογραφία και δώδεκα σχέδια του Οδυσσέα Ελύτη συνοδεύουν με μοναδικό τρόπο τα ποιήματά του!



AΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

 Τι είναι ΠΟΙΗΣΗ;

Ποίηση είναι όταν δύο λέξεις συναντιούνται για πρώτη φορά.
                                                                          Ινδιάνικο ρητό


Νικηφόρος Βρεττάκος: «Η ποίηση δεν είναι παρά ένας μεγεθυντικός φακός της πραγματικότητας. Η μεγέθυνση των αληθινών διαστάσεων του ανθρώπου και του κόσμου που μας περιβάλλει, μπορεί να μας μεταδώσει την αίσθηση του μεγαλείου της ζωής την οποία είμαστε έτοιμοι να καταστρέψουμε.»

Κική Δημουλά : «Είναι από τα πιο επηρμένα μυστήρια, τα πιο αχανή, και μόνο ικανοποίηση στις παρομοιώσεις δίνεις αν πεις ότι η ποίηση είναι ένα μείγμα εύγεστων δηλητηρίων σε χρυσά δελεαστικά ποτήρια, ή ότι είναι ο πειρασμός, ο δαίμονας που μπαίνει ξαφνικά στο σώμα του κανονικού, προκαλώντας ένα σεληνιασμό γόνιμο, ή ακόμα ότι είναι ένα είδος ευθανασίας των πραγμάτων που υποφέρουν μέσα μας, είτε ως ανικανοποίητα είτε ως προδομένα.
Ευκολότερα θα μπορούσε να ορίσει κανείς το ποίημα, μια και αυτό έχει υποκύψει στη σύμβαση να πάρει μια μορφή, ένα σχήμα, που είναι η φυλακή και η απελευθέρωση ταυτόχρονα κάποιου μηνύματος. Ένα ποίημα λοιπόν είναι η διπλή ζωή των λέξεων, ο κρυμμένος ερωτισμός τους και η λαγνεία τους για παρθένα οράματα. Είναι ο τυχοδιώκτης των λέξεων, η πλεονεξία τους: κάθε τόσο εγκαταλείπουν τη μετριότητα της χρήσης τους και ακολουθώντας δυσανάγνωστους χάρτες, που χάραξε ανώνυμη ανησυχία, ψάχνουν, σκάβουν να βρουν φλέβες χρυσού λυτρωτικού ρόλου.
Κι αλλιώς ο ίδιος ορισμός : βαδίζεις σε μιαν έρημο. Ακούς ένα πουλί που κελαηδάει. Όσο κι αν είναι απίθανο να εκκρεμεί ένα πουλί στην έρημο, ωστόσο εσύ είσαι υποχρεωμένος να του φτιάξεις ένα δένδρο. Αυτό είναι το ποίημα».

Η Ποίηση λοιπόν είναι ..Ίση με την Ίηση και την Όίηση, -τόσον, όσο και το ύψιστο, παραπετάμενο, ρηξικέλευθο σάλτο στο κενό χωρίς αλεξίπτωτο-, μιας ευαίσθητης κι οργιάζουσας φανταστικής φαντασίας.

Καφαντζής : «Ποίηση είναι ένα παράθυρο, για να βλέπουμε από ένα υπόγειο που σιωπούμε».

Καβάφης: « Πολύ υψηλή της Ποιήσεως η σκάλα»

Κ.Νεάρχου : « Ποίηση είναι η αίσθηση και η προτροπή που σου προκαλεί η αφέντρα του ουρανού Σελήνη να γράφεις σαν μια Αυγουστιάτικη Πανσέληνος».

Λόρκα : «Μα τι να σου πω για την Ποίηση; Τι να σου γι' πω αυτά τα σύννεφα, γι' αυτό τον ουρανό; Να τα κοιτάζω, να τα κοιτάζω, να τα κοιτάζω και τίποτ' άλλο. Καταλαβαίνεις πως ένας ποιητής δεν μπορεί να πει τίποτα για την Ποίηση• ας τ' αφήσουμε αυτά στους κριτικούς και τους δασκάλους. Μα ούτε εσύ, ούτε εγώ, ούτε κανένας ποιητής, δεν ξέρουμε τι είναι Ποίηση. Είναι εκεί! κοίταξε. Έχω τη φωτιά μέσα στα χέρια μου, το ξέρω και δουλεύω τέλεια μαζί της, μα δεν μπορώ να μιλήσω γι' αυτή χωρίς να κάνω φιλολογία. Καταλαβαίνω όλες τις ποιητικές τέχνες. Θα μπορούσα να μιλήσω γι' αυτές, αν δεν άλλαζα γνώμη κάθε πέντε λεπτά. Δεν ξέρω. Ίσως μια μέρα ν' αγαπήσω πολύ την κακή ποίηση, όπως αγαπώ σήμερα την κακή μουσική, παράφορα. Θα κάψω ένα βράδυ τον Παρθενώνα για ν' αρχίσω να τον χτίζω το πρωί και να μην τον τελειώσω ποτέ. Στις διαλέξεις μου μίλησα κάποτε για την Ποίηση, αλλά το μόνο για το οποίο δεν μπορώ να μιλήσω είναι η ποίησή μου. Όχι γιατί δεν έχω συνείδηση του τι κάνω. Αντίθετα, αν είν' αλήθεια πως είμαι ποιητής από χάρη του Θεού -ή του δαίμονα- είναι εξίσου αλήθεια ότι είμαι ποιητής χάρη στην τεχνική και την προσπάθεια, και γιατί κατέχω απόλυτα του τι είναι ποίημα.»

Στήβενς : «Η ποίηση είναι η αναζήτηση του ανεξήγητου.»

Μίλτον : «-Η ποίηση αρχίζει πάντα, όταν κάποιος που πρόκειται να γίνει ποιητής, διαβάζει ένα ποίημα.»

Σεφέρης : «Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα.»

Ζεζλάβ Μίλοζ : Η ποίηση υπαγορεύεται από ένα δαιμόνιο, αν και θα ήταν υπερβολή να το χαρακτηρίσει κανείς αγγελικό.

Αναγνωστάκης : «Η ποίηση δεν είναι ο τρόπος να μιλήσουμε αλλά ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπό μας.»

Μπόρχες : «Η ομορφιά καραδοκεί. Αν είμαστε ευαίσθητοι, θα την αισθανθούμε μέσα στην ποίηση όλων των γλωσσών.»

Μπλουμ : «Η ποίηση αρχίζει με την επίγνωση εκ μέρους μας όχι της Πτώσης, αλλά του ότι πέφτουμε.»

Πλάτων : «Η ποίηση ένα πράγμα ανάλαφρο, ιερό και φτερωτό.» «Η ποίηση είναι η αιτία που φθείρει το κάθε τι από το μη είναι στο είναι.»

Έλιοτ : «Η ποίηση δεν είναι ένα ελευθέρωμα της συγκίνησης, αλλά απόδραση από τη συγκίνηση. Δεν είναι έκφραση της προσωπικότητας, αλλά απόδραση από την προσωπικότητα.»

Πάουντ : «Η ποίηση είναι η πιο πυκνή μορφή προφορικής έκφρασης.»

Κόλεριτζ : «Η ποιότητα ενός μεγάλου ποιητή είναι πανταχού παρούσα και πουθενά ορατή σαν μία ξεχωριστή συγκίνηση.»

Π.Νερούντα : ««Η ποίηση δεν ανήκει σ’ αυτούς που τη γράφουν αλλά σ’ αυτούς που την έχουν ανάγκη»»

Jakobson : “Η ποιητική λειτουργία της γλώσσας έγκειται εν μέρει στο να αντιμετωπίζει κανείς τις λέξεις (σημεία) σαν ανερμήνευτα αντικείμενα . Η “θάλασσα” γίνεται έτσι μια έμμετρη υπέρθεση του θήτα, του λάμδα και των δυο σίγμα με το άλφα σε ρόλο μετρονόμου. Συγγενέυει περισσότερο με τη “λύσσα” (παρά το ύψιλον), ας πούμε, παρά με το “κύμα”.”

Μάρκος Μέσκος : «Ενας ορισμός της ποίησής μου: ο απελπισμένος έρωτας της ουτοπίας»

Οδ . Ελύτης :«Η ποίηση αρχίζει εκεί όπου αρχίζει να ηττάται ο θάνατος .»

Μπουκόφσκι : «ποίηση είναι αυτό που συμβαίνει, όταν δεν μπορεί να συμβεί τίποτα άλλο».

Έντγκαρ Άλαν Πόε : «Η ποίηση είναι σκέψεις που αναπνέουν, και λέξεις που καίνε.»

Ρόμπερτ Φροστ : «Η ποίηση είναι αυτό που χάνεται στη μετάφραση» .

Ρόμπερτ Φροστ : «Ποίηση είναι όταν ένα συναίσθημα έχει βρει τη σκέψη της και η σκέψη έχει βρει λέξεις.»






ΤΑ ΧΑΪΚΟΥ



Τα χαϊκού (δηλαδή αστείος στίχος) αποτελούν μια ιαπωνική ποιητική φόρμα που περιλαμβάνει τη συντομότερη μορφή ποιήματος παγκοσμίως.

Ένα ποίημα χαϊκού αποτελείται συνολικά απο 17 συλλαβές, οι οποίες χωρίζονται σε 5-7-5 συλλαβές διατεταγμένες σε 1 ή σε 3 στίχους.

Αυτό που σήμερα ονομάζεται “κλασικό χαϊκού” έχει τις ρίζες του στον 16ο αιώνα, στην αρχή της περιόδου “Εντό”. Οι ιδιαιτερότητες της περιόδου αυτής δημιούργησαν την αίσθηση ενός “κλειστού κόσμου”, δεδομένου ότι η ιαπωνική κοινωνία καθοριζόταν απο φεουδαρχικό σύστημα και είχε “κόψει” κάθε επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο, πράγμα που την οδήγησε να αναδιπλωθεί στον εαυτό της.

Αυτό το αυστηρά καθορισμένο πλαίσιο αξιών και συμβόλων έδωσε τόσο σε ποιητές όσο και σε ακροατές ένα οριοθετημένο πλαίσιο αναφοράς, με αποτέλεσμα να διατηρηθούν το περιεχόμενο και η μορφή του χαϊκού αναλλοίωτα στο χρόνο.

Η εξέλιξη του μικρού ιαπωνικού ποιήματος επηρεάστηκε καθοριστικά απο τη σκέψη του ταοϊσμού και του ζεν βουδισμού, εκφράζοντας συχνά το “αμετάβλητο μέσα στην κίνηση” (Μπασό).

Στο χαϊκού γίνεται προσπάθεια να συλληφθεί η ρευστότητα και η προσωρινότητα της στιγμής, προκειμένου αυτή να διατηρηθεί αναλλοίωτη στην αιωνιότητα. Επειδή, όμως, οι λέξεις δεν είναι αρκετές για να περιγράψουν την ολότητα μιας στιγμιαίας εμπειρίας, ο ποιητής του χαϊκού περιγράφει νοερά μια ιδέα, αφήνοντας τη φαντασία του αναγνώστη να τη συμπληρώσει, όπως εκείνος νομίζει.

Τα χαϊκού, όπως θα δούμε, αναφέρονται σε μια εποχή του χρόνου, πράγμα που καθορίζεται από τη χρήση μιας εποχιακής λέξης (Κίγκο), δίνοντας κάθε φορά ένα πολύ συγκεκριμένο πλαίσιο αναφοράς (Ανθισμένες κερασιές, ιτιές, άνοιξη, αηδόνια, απογευματινή αύρα, καλοκαίρι, φθινόπωρο, κόκκινα φύλλα, παγετός, χαλάζι, κρίνα).


Παραδοσιακά, ένα χαϊκού πρέπει να διαρκεί και να διαβάζεται όσο κρατάει μια αναπνοή.

1. Satomura Soha: (;-1602)

“πού να βρω ένα πινέλο

να ζωγραφίζει τα άνθη της δαμασκηνιάς

με όλο τους το άρωμα!”

2. Kobayashi Issa: (1763-1827)

“Ζούμε σκαρφαλωμένοι στη σκεπή

της κόλασης για να δούμε τα λουλούδια.”

3. Yosa Buson: (1716-1783)

“πάνω στην καμπάνα του ναού

κάθισε μια πεταλούδα

και ήσυχα κοιμάται

τι χαρά, το καλοκαίρι

να διασχίζεις ξυπόλητος το ποτάμι

κρατώντας τα πέδιλα στα χέρια!”

4. Μοναχός Ρυοκάν: (1757-1831)

“ο κλέφτης

μου άρπαξε τα πάντα, εκτός

απ’ το φεγγάρι στο παράθυρό μου”

5. Σουγκιγιάμα Σαμπού: (1647-1732)

“τα μικρά που θα τον περιμένουν

καθώς ο κορυδαλλός

πετάει ψηλά!

είμαι σίγουρος:

θα κρυώσω τόσο αργά που περπατάω

για ν’ απολαύσω το χιόνι”

6. Ταχιμπάνα Χοκούσι: (;-1718)

“στάχτη η καημένη μου η καλύβα

αλλά πιο πέρα, πανέμορφες

οι ανθισμένες κερασιές

ομπρέλες

πόσες να πέρασαν

τούτη τη χιονισμένη τη βραδιά;”

Τα χαϊκού είναι εμπνευσμένα απ’ την απλότητα της φύσης και των εποχών του χρόνου, αποδεικνύοντας πως όλοι οι άνθρωποι μπορούν να γίνουν ποιητές.

Είναι ποιήματα που “αιχμαλωτίζουν” μια φευγαλέα στιγμή και την παγιώνουν στο αιώνιο συμπαντικό γίγνεσθαι.


Τρία Χαϊκού του Γ. Σεφέρη



ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ Κ. ΠΟΛΙΤΗ

 

Κοσμάς Πολίτης (1888 – 1974).

 Έλληνας συγγραφέας. Εντάσσεται στη λεγόμενη «γενιά του ‘30» και θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της στο χώρο της πεζογραφίας.

Ο Κοσμάς Πολίτης ήταν μυθιστοριογράφος, διηγηματογράφος και μεταφραστής, με σπουδαίο έργο στον Μεσοπόλεμο και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, που τον κατατάσσει στην πρώτη γραμμή των ελλήνων πεζογράφων. Εντάσσεται στη λεγόμενη «γενιά του ‘30» και θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της στο χώρο της πεζογραφίας. Στο έργο του κυριαρχεί η αγωνιώδης αναζήτηση του απόλυτου ιδεώδους, η οποία εκφράζεται άλλοτε μέσω μιας ιδεαλιστικής, αισθητιστικής και κοσμοπολίτικης γραφής, που συνδυάζει ρεαλιστικά στοιχεία με λυρικές εξάρσεις και άλλοτε με μια πιο άμεση ιδεολογική στροφή προς τα κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα της εποχής του.

Ας γνωρίσουμε καλύτερα τον συγγραφέα μέσα από ένα ντοκιμαντέρ:


΄ΕΡΓΑ ΤΟΥ Κ. ΠΟΛΙΤΗ:

  • Κορίνθιες, θεατρικό, 1930
  • Λεμονοδάσος, μυθιστόρημα, 1930
  • Εκάτη, μυθιστόρημα, 1933
  • Ελεονόρα, διήγημα, 1935
  • Εroïca, μυθιστόρημα, 1937
  • Μαρίνα, διήγημα, 1939
  • Τρεις γυναίκες, νουβέλα, 1943
  • Τζούλια, διήγημα, 1943
  • Το Γυρί, μυθιστόρημα, 1944
  • Το ρέμα, διήγημα, 1945
  • Ένα διπλό, διήγημα, 1945
  • Η κορομηλιά, νουβέλα, 1946
  • Santa Barbara (απόσπασμα), εφημ. Η Μάχη, 6.11.1949, σελ. 2.
  • Κωνσταντίνος ο Μέγας, θεατρικό, 1957
  • Πρώτη Ανάσταση, διήγημα, 1959
  • Στου Χατζηφράγκου, μυθιστόρημα, 1962
  • Τέρμα (ημιτελές), μυθιστόρημα, 1975
  • Καϊάφας, αφήγημα, 1976
  • Μάρκο Πόλο. Πρωτότυπη εργασία πάνω στα ταξίδια του, 2001


ΕΙΔΙΚΑ  για την Eroica - Ερμηνευτική προσέγγιση

Η Eroica είναι το τρίτο μυθιστόρημα του Κοσμά Πολίτη […]. Στα δύο προηγούμενα (ΛεμονοδάσοςΕκάτη) η δράση εκτυλισσόταν στο πλαίσιο της εύπορης αθηναϊκής κοινωνίας και η υπόθεση αφορούσε την ανικανοποίητη αναζήτηση της ιδανικής, αγνής αγάπης στο νέο κόσμο των bain mixte και της αϊνστάνειας σχετικότητας. Η Eroica στρέφεται στο παρελθόν: η δράση του έργου τοποθετείται περίπου τριάντα χρόνια πριν, σε μια φανταστική πόλη […]. Η ιστορία αναφέρεται σε μια ομάδα αγοριών στην πρώιμη εφηβεία. Ο ηρωικός κόσμος των φαντασιώσεών του ρημάζεται από την πρώτη βίαιη επαφή τους με το θάνατο και την πρώτη εκδήλωση του ερωτισμού τους. Το θέμα της ανέφικτης ιδανικής αγάπης, που τον απασχολεί και στα προηγούμενα μυθιστορήματα, είναι πάλι βασανιστικά παρόν, αλλά τώρα συγκρούεται με ένα άλλο ιδανικό: την αθωότητα της ηρωικής συμπεριφοράς. Τα αγόρια στα παιχνίδια τους παίζουν τους πυροσβέστες, είναι ντυμένα σαν αληθινοί πυροσβέστες της Σμύρνης (τουλουμπασήδες), με «περικεφαλαία» σαν αυτή των αρχαίων πολεμιστών. Εύστοχα το μυθιστόρημα διαπλέκει μια παραλληλία ανάμεσα σε αυτούς τους νεαρούς πολεμιστές-ήρωες και στους ήρωες της Ιλιάδας. Όταν, μάλιστα, ένας από αυτούς πεθαίνει, οι στενοί του φίλοι οργανώνουν αθλητικό διαγωνισμό στις αποθήκες του σιδηροδρομικού σταθμού, που αποτελεί κατά μέρος αναβίωση και κατά μέρος παρωδία των ‘άθλων επί Πατρόκλω’ της Ιλιάδας. Με χιούμορ αλλά και νοσταλγία το μυθιστόρημα ανατρέχει στην ηρωική ‘χρυσή εποχή’ του σύγχρονου ανθρώπου. Ταυτόχρονα, μέσω του ομηρικού παραδείγματος, η μυθική αναδρομή του μυθιστορήματος αναφέρεται στον ελληνικό πολιτισμό αλλά και στο σύνολο της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας.

Πίσω από την ιστορία της Eroica βρίσκεται […] η ομηρική Ιλιάδα ή πιο σωστά το σύνολο του τρωικού μύθου, στον οποίο παραπέμπει έμμεσα ο τίτλος του μυθιστορήματος, ενώ πίσω από τους ήρωες «στέκονται σαν σκιές οι μυθικές μορφές» του Αχιλλέα, του Πάτροκλου, της Ελένης και άλλων ομηρικών ηρώων. […]

Οι αναφορές στο μύθο του τρωικού κύκλου περισσεύουν στην Eroica. Ο παράτολμος αρχηγός της ομάδας των παιδιών, ο Λοΐζος, θυμίζει τον Αχιλλέα· οι συνθήκες του τραυματισμού του Αντρέα και οι αγώνες που οργανώνονται προς τιμή του μετά το θάνατό του φέρνουν στο νου τη μορφή του Πάτροκλου· η μικρή Μόνικα ενσαρκώνει την ωραία —και μοιραία για την ομάδα των αγοριών— Ελένη· στοιχεία που προέρχονται από τον ίδιο κύκλο, όπως η πυρπόληση του σπιτιού του αιώνιου εχθρού, του Πιερ, (ανάμνηση της καταστροφής της Τροίας) και οι συνθήκες του θανάτου του Αλέκου, αποτελούν σήματα για το τέλος του μυθιστορήματος.

Στην περίπτωση της Eroica ο αφηγητής είναι ένα πρόσωπο στην ιστορία. Ονομάζεται Παρασκευάς κι αφηγείται στο πρώτο πρόσωπο. Είκοσι χρόνια όμως χωρίζουν την εποχή της ιστορίας από την εποχή της αφήγησης· ο Παρασκευάς-ήρωας είναι έφηβος ενώ ο Παρασκευάς-αφηγητής είναι μεσήλικας. Πρώτα ο Παρασκευάς-έφηβος παρακολουθεί τα γεγονότα από την οπτική γωνία του παιδιού που τα ζει από κοντά, κι ύστερα ο Παρασκευάς-μεσήλικας αφηγείται αυτά τα γεγονότα (τα οποία ήδη υπέστησαν μια επεξεργασία στη συνείδηση του εφήβου) από την οπτική γωνία του ώριμου άντρα που τα έζησε μεν, αλλά στο μεταξύ απέκτησε μεγαλύτερη πείρα ζωής. Και ο Παρασκευάς-ήρωας και ο Παρασκευάς-αφηγητής βλέπουν την ιστορία με διφορούμενο τρόπο· άλλοτε την εξωραΐζουν κι άλλοτε την ειρωνεύονται. Ο έφηβος ήρωας, όπως είναι φυσικό, τείνει να εξιδανικεύσει τα πρόσωπα που αγαπάει, χωρίς όμως να λείψουν ορισμένες ειρωνικές νύξεις, ενώ ο μεσήλικας αφηγητής, παρά τη νοσταλγία-του για τα παιδικά-του χρόνια, έχει γίνει περισσότερο κυνικός και συχνά ειρωνεύεται τα πρόσωπα. Αυτή η διπλή οπτική γωνία δημιουργεί την πολλαπλότητα των σημασιών στο κείμενο της Eroica.


ΛΕΜΟΝΟΔΑΣΟΣ τηλεοπτική σειρά


ΣΤΟΥ ΧΑΤΖΗΦΡΑΓΚΟΥ (απόσπασμα)