Aφιέρωμα στον Κ. Θεοτόκη


Ας ξεκινήσουμε τη γνωριμία μας με τον Κερκυραίο λογοτέχνη και διανοούμενο Κ. Θεοτόκη....


Μια μικρή γεύση από το έργο του...

Το διήγημά του Πίστομα




«Οι σκλάβοι στα δεσμά τους» (απόσπασμα)

«Στο χέρι σου κρέμεται,» ξανάπε ο γέρος, «εσέ Ευλαλία, όλο το σπίτι, αν θέλεις εσύ γλιτώνει!... Ναι, γλιτώνει, αν θέλεις εσύ, Ευλαλία!...»
«Εγώ;» είπε η κόρη φοβισμένη…
Ο γέρος δεν ήξερε πώς να αρχίσει. Εκατέβασε το βλέμμα, έσιαξε το πανωφόρι του σα να κρύωνε, εκοκκίνισε, έβηξε, εκουνήθηκε και τέλος είπε συλλογισμένος.
«Ο Αριστείδης Στεριώτης, ο γιατρός… τόνε ξέρετε όλοι!»
Κ’ εσώπασε πάλι για κάμποση ώρα. «Ναι», ξακολούθησε έπειτα περίτρομος, «αυτός έχει τα περσότερα χαρτιά μου στο συρτάρι του… Δεν ξέρω πώς τ’ απόχτησε… Αλλά δε θέλω να πω αυτό. Είναι πλούσιος… θα δώσει καιρό για να πλερώσω… φτάνει μόνο… Α, Ευλαλία, μου μήνυσε σήμερα… Ήρθε εδώ ο Χαντρινός… με κουβέντιασε πολλές ώρες… Άκουσέ με, Ευλαλία!… Σε θέλει γυναίκα του!... Μπαίνει εδώ μέσα γαμπρός και μας φτιάνει τες δουλειές μας, όπως εκείνος ξέρει!... Φυσικά δεν έδωκα λόγον κανένα… Α, Ευλαλία!…»
«Ποτέ!» ανάκραξε η Ευλαλία, σταυρώνοντας τα χέρια της. Και το πρόσωπό της εγίνηκε κατακόκκινο.
«Όπως θέλεις, Ευλαλία,» αποκρίθηκε γλυκά ο πατέρας, σιάνοντας πάλι το παλιό πανωφόρι του… «Το δίκιο είναι δικό σου, Ευλαλία… Εγώ να σε βιάσω…. ω παιδί μου… Ποτέ… Αλλά… η ανάγκη, η περίσταση… Γι’ αυτό μιλώ… Τον ήθελα, λες, γαμπρό μου, Ευλαλία, το γιο του Δήμου;… Εγώ!... Αλλά πάλι είναι πολύ καλός νέος… Όχι;… Τι να γίνει… Στα σημερινά τα χάλια… δε σας φαίνεται… θα ’πρεπε να δεχτούμε!...»
Η Ευλαλία εδάκρυσε τώρα από τη στενοχώρια κι έτρεμε:
«Όχι!...» είπε με σταθερή φωνή... «Όχι.»
«Η ανάγκη,» είπε ο Σπύρος μ’ ένα χαμόγελο αδιαφορίας, «κυβερνάει τον κόσμο… Θα ’θελα, λες, Ευλαλία, να προτιμήσω εγώ τη θυγατέρα του Αστέρη… Μου αρέσουν καλύτερα άλλες… Κι όμως… γιατί πρέπει κανείς να ζήσει!...»
Τώρα κ’ η μητέρα άξαφνα χαμογέλασε μέσα στα δάκρυά της. Όλος εκείνος ο κόσμος, που είταν τριγύρω της, την εγέμιζε ελπίδες… Σε μία στιγμή το βαρύ σκοτάδι της συμφοράς τους είχε λιώσει στην καρδιά της, εδιορθωνόνταν τα πάντα, οι φροντίδες της εχάνονταν… Της πέρασε από το νου η ιδέα πως η κόρη της η Ευλαλία θα σφάλιζε έτσι για πάντα τη ζωή της, και σα να ονειρευότουν την είδε ομπρός της πλουσιοντυμένην, ελεύτερη, ωραία, προσκυνημένην απ’ όλη τη χώρα!… Ο πλούσιος άνθρωπος, που επροσφερνότουν, ήταν τέλος πάντων ένας επιστήμονας… κ’ είχε τη δύναμη να βοηθήσει αληθινά το ξεπεσμένο σπίτι… είχε τη δύναμη αυτός να μην αφήσει να χαθεί ολότελα το δικό της, που και για κείνο ελαχταρούσε… κι ήταν παρέτοιμη για όλα τούτα να του συγχωρήσει και τα ελαττώματά του, αν είχε και να λησμονήσει τη χυδαία καταγωγή του!...
Μα ο Γιώργης εκούνησε πικρά το κεφάλι κι είπε: «Δεν είναι άδικο να θυσιαστεί για μας;…»
«Θα τον έπαιρνα εγώ!...» είπε με ζωηρή ελπίδα η Λουίζα.
Εκείνη αδιαφορούσε για τον άνθρωπο και για την καταγωγή του κι ήξερε μόνο πως ήταν φτωχή, πως με τα πλούτη του θα μπορούσε να ζήσει μέσα στον κόσμο που εχαιρότουν τη ζωή, χωρίς αγώνες, χωρίς αδιάκοπες φροντίδες, χωρίς στενόχωρες ανάγκες· ήξερε πως το χρήμα χαρίζει δύναμη σ’ εκείνους που το ’χουν γι’ αυτό θα τον έπαιρνε εκείνη χωρίς να διστάζει ούτε στιγμή, χωρίς να πολυσυλλογιστεί την πράξη…
«Καημένη Λουίζα…» της είπε η μάνα μ’ ένα καινούριο τρυφερό δάκρυ· «την Ευλαλία θέλει!... Τώρα καταλαβαίνω, γιατί τόσον καιρό μας εκοίταζε… Δεν είχε σκοπό να γελάσει. Ω, Ευλαλία, άκουσέ με, εμέ τη μητέρα σου… μην καταφρονήσεις την τύχη σου! Σήμερα μάλιστα… Θα ’μαι ξέγνοιαστη για σένα, όταν θα κλείσω τα μάτια. Θα ξαλαφρώσεις ως κι εμάς!...»
«Ποτέ!...» αποκρίθηκε με απόφαση τώρα η Ευλαλία μπλέκοντας τα δάχτυλά της και κοιτάζοντας χάμου. Κ’ αιστάνθηκε πως η καρδιά της εφούσκωνε. Αιστάνθηκε πως είταν άνθρωπος με δικαιώματα στη ζωή, πως άλλος κανένας δεν ημπορούσε και δεν έπρεπε να εξουσιάσει και να εμπορευτεί το κορμί της, να την υποτάξει στη θέλησή του, να ζητήσει από αυτήν τη θυσία της αγάπης της! Με ποιο δικαίωμα αυτή, για πράγματα αξιοπεριφρόνητα και με δυο νέους στο σπίτι που μπορούσαν, όσο ήθελαν, να δουλέψουν, με ποιο δικαίωμα θα επίκραινε τον άντρα που την αγαπούσε;… ω, ας μην είχε γνωρίσει την αγάπη! Μα, ω πόσο θα ’ταν ευτυχισμένη, αν εκείνος τώρα την εζητούσε… εκείνος που όταν μιλούσε, που όταν θυμότουν τη φωνή του, έτρεμε!... Πόση θα ’ταν η ευτυχία της, αν ό,τι έβλεπε στ’ όνειρό της εγινότουν αλήθεια!...
«Ποτέ!» ξαναφώναξε... «Δεν παίρνω εκείνον τον άνθρωπο… Δεν μπορώ.»[…]

(1922)

"Η τιμή και το χρήμα" (απόσπασμα)

Εκείνη εκοίταξε πονεμένη τα αδέρφια της, εκατέβασε το βλέφαρο και δεν του
αποκρίθηκε.
"Γιατί δε χαίρεσαι;" την ερώτησε.
Κι αυτήν τη στιγμή εμπήκε στο σπίτι ο γέροντας ο Τρίνκουλος.  'Ετρεμε όλος,
αχνός, λιγνός, φοβισμένος, με μάτια που το κρασί από τόσα χρόνια τού τα' χε
θολώσει. Μα τώρα ήταν ξενέρωτος κι εδάκρυζε. Είχε ακούσει τα τελευταία τα
λόγια του Αντρέα κι αγκάλιασε μ' αγάπη τη θυγατέρα του. Κι εκεί δεν εμπόρεσε
πλια να βαστάξει. 'Ενα αναφιλητό βαρύ βαρύ του ετίναξε τα στήθη κι εμούγκρισε
για να μην ξεφωνίσει το κλάμα.
Κι ο Αντρέας στενοχωρημένος εκοίταζε τα δύο πλάσματα, που αγαπιόνταν, που
υπόφερναν εξαιτίας του και που τώρα δεν εμιλούσαν.
Τέλος ο πατέρας της είπε, σφίγγοντάς την στην αγκαλιά του: "Σ' εδυστύχεψε!"
Δεν είπε ποιος. Ο νους του ήταν ίσως για τη γυναίκα του, μα ο Αντρέας
ενόμισε πως τα λόγια τον εχτυπούσαν εκείνον, κι είπε: "Έφταιξα. μα τώρα
εδιορθωθήκανε όλα. Την Κυριακή βάζω στεφάνι. Εδώ τα κλειδιά του κομού. είπε
να μου τα δώκεις τα χίλια". "Και ξαναγοράζεις" του 'πε η Ρήνη πικρά "και την
αγάπη; Ω, τι έκαμες!" Κι εβάλθηκε να κλαίει.
"Την αγάπη;" ερώτησε αχνίζοντας.
"και δεν την έχω;"
"Όχι!" του αποκρίθηκε "όχι! για λίγα χρήματα ήσουνε έτοιμος να με πουλήσεις
και χωρίς αυτά δε μ' έπαιρνες. πάει τώρα η αγάπη. Επέταξε το πουλί!"
"Θα ξανάρθει" της απολογήθηκε λυπημένος, "στη ζεστή τη φωλιά του. Η ζωή μας
θα' ναι παράδεισος!"
"Όχι!" του 'πε. "έπειτα απ' ό,τι έκαμες όχι! κι α σ' αγαπούσα, δε θα
ερχόμουνα μαζί σου. Είμαι δουλεύτρα. ποιόνε έχω ανάγκη;" Και σε μία στιγμή
ξακολούθησε: "Γιατί ν' αδικηθούν τα αδέρφια μου;"
"Σ' εδυστύχεψε!" είπε πάλι πικρά ο πατέρας, που τώρα ήταν ξενέρωτος. "Γιατί
να μην τα δώσει από την αρχή όπως τση τό 'πα; Ανάθεμά τα τα τάλαρα!"
"Πάμε!" είπε ο Αντρέας.
"'Οχι!" του 'πε μ' απόφαση.
"εδώ είναι ο χωρισμός μας. θα πάω σε ξένα μέρη, σε ξένον κόσμο, σ' άλλους
τόπους. θα δουλέψω για με και για να κουναρήσω το παιδί που θα γεννηθεί. Θα
μου δώσει η μάνα γράμματα για να 'βρω αλλού εργασία. θα τα πάρει από τες
κυράδες της. 'Οχι, δεν έρχομαι! Είμαι δουλεύτρα. ποιόνε έχω ανάγκη;" Κι
έπειτα από μία στιγμή σα ν' απαντούσε σε κάποια της σκέψη εξαναφώναξε: "Δεν
έρχομαι, δεν έρχομαι!"
Ο Αντρέας την εκοίταξε ξεταστικά κι εκατάλαβε πως όλα τα λόγια θα 'ταν
χαμένα.
"Ανάθεμά τα τα τάλαρα!" εφώναξε πάλι απελπισμένος. "Πάει η ευτυχία μου!"
Κι εβγήκε στο δρόμο.