To πολιτιστικό πρόγραμμα " Λέσχη Λόγου και Τέχνης" του ΓΕΛ Σκύρου μέσα από βιωματικά εργαστήρια στοχεύει στην επαφή των μαθητών με σημαντικά έργα διαφόρων τεχνών (κινηματογράφος, θέατρο, λογοτεχνία, ζωγραφική, γλυπτική, φωτογραφία κλπ), στην παραγωγή ανάλογων πρωτότυπων έργων από τους μαθητές και στη διαμόρφωση της αισθητικής, της καλλιέργειας και της ευαισθησίας τους απέναντι στην Τέχνη, φέρνοντάς τους, πρωτίστως, σε επαφή με το κοινωνικοπολιτισμικό παρελθόν.
Ο Γιώργος Σεφέρης ήταν Έλληνας διπλωμάτης και ποιητής και ο πρώτος Έλληνας που τιμήθηκε με Νόμπελ Λογοτεχνίας. Είναι ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές και εκ των δύο μοναδικών Ελλήνων βραβευμένων με Νόμπελ, μαζί με τον Οδυσσέα Ελύτη.
Ας περιδιαβούμε σε βασικούς σταθμούς της ζωής του, παρακολουθώντας το παρακάτω ντοκιμαντέρ:
Ἡ ἀγάπη μας δὲν ἦταν ἄλλη ψηλαφοῦσε σιγὰ μέσα στὰ πράγματα ποὺ μᾶς τριγύριζαν νὰ ἐξηγήσει γιατί δὲ θέλουμε νὰ πεθάνουμε μὲ τόσο πάθος.
Κι ἂν κρατηθήκαμε ἀπὸ λαγόνια κι ἂν ἀγκαλιάσαμε μ᾿ ὅλη τὴ δύναμή μας ἄλλους αὐχένες κι ἂν σμίξαμε τὴν ἀνάσα μας μὲ τὴν ἀνάσα ἐκείνου τοῦ ἀνθρώπου κι ἂν κλείσαμε τὰ μάτια μας, δὲν ἦταν ἄλλη μονάχα αὐτὸς ὁ βαθύτερος καημὸς νὰ κρατηθοῦμε μέσα στὴ φυγή.
—
Σιρόκο 7 Λεβάντε
Στὸν Δ. Ι. Ἀντωνίου
Πράγματα ποὺ ἀλλάξαν τὴ μορφή μας βαθύτερα ἀπ᾿ τὴ σκέψη καὶ περισσότερο δικά μας ὅπως τὸ αἷμα καὶ περισσότερο βυθίσανε στὴν κάψα τοῦ μεσημεριοῦ πίσω ἀπὸ τὰ κατάρτια
Μέσα στὶς ἁλυσίδες καὶ στὶς προσταγὲς κανεὶς δὲ θυμᾶται
Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, από τους
κορυφαίους και πολυγραφότερους έλληνες πεζογράφους (ίσως ο πολυγραφότερος της
ελληνικής λογοτεχνίας) και συνάμα από τους πιο πολυδιαβασμένους, διακρίθηκε
κυρίως ως μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Έγραψε επίσης πληθώρα
διηγημάτων και ως κριτικός γνώρισε στο ελλαδικό κοινό τον ποιητή Κωνσταντίνο Καβάφη.
Ο Ξενόπουλος καλλιέργησε το
ηθογραφικό, το κοινωνικό και το αστικό πεζογράφημα, στην αρχή σε γλώσσα
καθαρεύουσα κι αργότερα σε στρωτή δημοτική. Τα θέματα των έργων του
εξελίσσονται κυρίως στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Ζάκυνθο, αλλά και στην
Αθήνα. Μεγάλους του δασκάλους της τέχνης του θεωρούσε τους Ντοντέ, Μπαλζάκ,
Ζολά και Ντίκενς.
Μεγάλο μέρος του έργου του άντεξε στο χρόνο και εξακολουθεί να ενδιαφέρει το
αναγνωστικό κοινό χάρη στις τηλεοπτικές διασκευές μυθιστορημάτων του.
Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος γεννήθηκε στις 9 Δεκεμβρίου 1867
στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν γιος του Διονυσίου Ξενόπουλου (ή Ξυνόπουλου) με
καταγωγή από τη Ζάκυνθο και της Ευθαλίας Θωμά, μιας αρκετά καλλιεργημένης
γυναίκας. Τον Οκτώβριο του 1868, η οικογένεια Ξενόπουλου εγκαταστάθηκε στη
Ζάκυνθο, όπου ο Γρηγόριος μεγάλωσε και περάτωσε τις γυμνασιακές του σπουδές.
Το 1883 γράφτηκε στη
Φυσικομαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου
Αθηνών, αλλά στα πέντε χρόνια της φοίτησής του παρακολουθούσε
περισσότερο τα μαθήματα της Φιλοσοφικής Σχολής, ενώ παράλληλα μάθαινε ξένες
γλώσσες και διάβαζε μανιωδώς λογοτεχνικά βιβλία. Όπως ήταν φυσικό δεν
ολοκλήρωσε τις σπουδές του και από το 1892, που εγκαταστάθηκε οριστικά στην
Αθήνα, αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στη λογοτεχνία. Μέχρι το θάνατό του δεν άσκησε
άλλο επάγγελμα και βιοποριζόταν αποκλειστικά από την πένα του.
Το 1885 είναι η χρονιά που
εισέρχεται στο λογοτεχνικό στίβο με το πεζογράφημα «Ελληνικού αγώνος το
τριακοσιάδραχμον έπαθλον». Θα ακολουθήσουν αλλεπάλληλες σειρές από διηγήματα,
νουβέλες, μυθιστορήματα και θεατρικά έργα, που δημοσιεύτηκαν είτε σε περιοδικά
και εφημερίδες, είτε σε αυτοτελείς εκδόσεις.
Το 1905 δημοσίευσε το μυθιστόρημά
του «Ο Κόκκινος Βράχος», που αφηγείται την τραγική ιστορία της Φωτεινής Σάντρη,
η οποία ερωτεύεται τον πρώτο της εξάδελφο και αυτοκτονεί, όταν αυτός
παντρεύεται μια άλλη. Το μυθιστόρημα μεταπλάστηκε σε θεατρικό έργο με τον τίτλο
«Φωτεινή Σάντρη» και ανέβηκε το 1908 από τον θίασο της Κυβέλης. Ήταν η πρώτη
μεγάλη θεατρική επιτυχία του Ξενόπουλου. Το 1949 μεταφέρθηκε και στον
κινηματογράφο από τον σκηνοθέτη Γρηγόρη Γρηγορίου.
Το μυθιστόρημά του αυτό
σηματοδοτεί την απαρχή του αστικού νεοελληνικού μυθιστορήματος, όπως και το
κατοπινό «Μαργαρίτα Στέφα», που αναφέρεται στην ερωτική ιστορία ενός Ζακυνθινού
αρχοντόπουλου με ένα κορίτσι λαϊκής καταγωγής. Το έργο μεταφέρθηκε στη μικρή
οθόνη το 1982 από τον Κώστα Πρέκα.
Ο Γρηγόριος
Ξενόπουλος ανάμεσα στη Μιράντα και την Αλίκη το 1920. Πολλά από τα θεατρικά
του, που βασίζονταν σε προγενέστερα έργα του, ήταν δημοφιλή στη διάρκεια του
μεσοπολέμου και παραστάθηκαν τόσο από το Εθνικό Θέατρο όσο από θιάσους του
ελευθέρου θεάτρου, όπως της Μαρίκας Κοτοπούλη, της Κυβέλης, της Αλίκης και
του Αιμίλιου
Βεάκη. Από τα πιο γνωστά είναι «Το μυστικό της κοντέσσας Βαλέραινας»
(1904), μεγάλη επιτυχία της Μαρίκας Κοτοπούλη, που αποτελεί διασκευή του
διηγήματος «Το Μυστικό της Βαλέραινας» (1895), «Στέλλα Βιολάντη» (1909),
βασισμένο στην ομώνυμη νουβέλα, «Το Φιόρο του Λεβάντε» (1914) και «Οι Φοιτηταί»
(1919).
Έργα του που μεταφέρθηκαν στην
τηλεόραση, εκτός από τη «Μαργαρίτα Στέφα», είναι τα «Τερέζα Βάρμα Δακόστα»
(1975), «Αναδυομένη» (1978), «Ο κόσμος και ο Κοσμάς» (1981), «Ανάμεσα σε τρεις
γυναίκες» (1982), «Το φάντασμα» (1990) κ.ά.
Για σχεδόν μισό αιώνα
(1896-1945), ο Γρηγόριος Ξενόπουλος υπήρξε ο ιθύνων νους (ως αρχισυντάκτης και
διευθυντής) του νεανικού περιοδικού «Η Διάπλασις των Παίδων». Χιλιάδες
ελληνόπουλα όλα αυτά τα χρόνια γνώρισαν κι αγάπησαν τον Ξενόπουλο από τις
επιστολές του, που τις υπέγραφε με το ψευδώνυμο «Φαίδων».
Επίσης υπήρξε ο ιδρυτής του
λογοτεχνικού περιοδικού «Νέα Εστία», που εκδίδεται από το 1927 έως σήμερα. Το
1931 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Την κριτική την θεωρούσε «πάρεργο»,
αλλά στο ιστορικό άρθρο του «Ένας ποιητής», που δημοσιεύτηκε στις 30 Νοεμβρίου 1903 στο
περιοδικό «Παναθήναια», σύστησε στο ελληνικό κοινό τον ποιητή Κωνσταντίνο Καβάφη.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του
ήταν θλιβερά. Στις 16 Αυγούστου 1944,
τις τελευταίες ημέρες της κατοχής, η οικία του επί της οδού Ευριπίδου 38 στην
Αθήνα ανατινάχθηκε από αγνώστους. Ο Ξενόπουλος και η οικογένειά του είχαν
προειδοποιηθεί και διασώθηκαν, αλλά καταστράφηκαν όλα τα υπάρχοντά του, τα
χειρόγραφά του, η πολύτιμη βιβλιοθήκη του και το αρχείο του.
Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος πέθανε
φτωχός και πικραμένος από μια τέτοια συμφορά στις 14 Ιανουαρίου 1951
στην Αθήνα, σε ηλικία 83 ετών. Είχε νυμφευτεί δύο φορές. Το 1894 την Ευφροσύνη
Διογενίδη, με την οποία απέκτησε μία κόρη και το 1901 με τη Χριστίνα
Κανελλοπούλου, με την οποία απέκτησε άλλες δύο κόρες.
Αξίζει να παρακολουθήσετε το παρακάτω ραδιοφωνικό αφιέρωμα.
Από τα έργα του ξεχωρίζουν:
Στέλλα Βιολάντη - Μικρό απόσπασμα από το Θέατρο της Δευτέρας
Το μυστικό της κοντέσας Βαλέραινας - Το θέατρο στο Ραδιόφωνο
Φωτεινή Σαντρή ή Ο κόκκινος Βράχος (ταινία, Ζάκυνθος, 1949)
Ο ποπολάρος ( θεατρικό έργο που στηρίζεται στη νουβέλα του Ο Αντάρτης, 1913)
Αποσπάσματα από έργα του:
Γρηγόριος Ξενόπουλος «Το ψωμί» (απόσπασμα)
Το ψωμί (απόσπασμα)
Το μεγάλο σάστισμα, η μεγάλη τρεμούλα τής είχαν περάσει. Και πιο ψυχρά τώρα, καθώς περπατούσε μηχανικά, συλλογιζόταν σε τι συμφορά την έριχνε η άρνηση του κουμπάρου κι’ η άργητα του μπάρμπα...
Ούτε ο ένας τής έφταιγε, ούτε ο άλλος, ούτε κανείς. Κι’ όμως μαζί με τη λύπη της, αισθανόταν τώρα κ’ ένα θυμό. Ένα μεγάλο θυμό, μια λύσσα, που γύρευε να ξεθυμάνει. Και στην ταραγμένη της σκέψη, ξεχνώντας ακόμα και το γιο της τον προκομμένο, τάβαλε... με το ψωμί.
«Ωχ! αδερφέ! συλλογιζόταν. Ούλα για τούτο το ψωμί! Μόχτος, κόπος, πόνος, αγώνας, για το ψωμί! Όβολα για το ψωμί! Οχτρίες, φιλίες, κουμπαρίες, για το ψωμί! Ανακατώματα, σούσουρα, καυγάδες, φονικά, για το ψωμί! Κι’ ατιμίες ακόμα, για το ψωμί... Να, κι’ εγώ η ίδια τώρα, αν ήμουν πηλιό νια, ποίος το ξέρει τι θάκανα για το ψωμί... ποίος το ξέρει!... Ο Διάολος, καλέ, θα φώτισε τον Αδάμ να το κάμει! Τι τόθελε; Δεν άφηνε καλύτερα να τρώμε το σταράκι ωμό και φρέσκο σαν το γάλα, όπως τρώμε και την πιτσούνα του καλαμποκιού;...
Όχι, λέει, ναν το ξεράνεις! ναν το αλέσεις, ναν το ζυμώσεις! ναν το ψήσεις! να γένεις φούρναρης! Και πάλε, μήπως, μπορούν ούλοι να γενούνε φουρναρέοι; Πέντε-δέκα μοναχά, κι’ ούλοι οι άλλοι κρεμασμένοι από δαύτους! Κι’ εγώ σήμερα να πηγαίνω στο φούρνο, ναν τόνε βλέπω γιομάτο καρβέλια, να πεινάνε στο σπίτι τα παιδιά μου και να γυρίζω με αδειανά χέρια!... Α, δεν είναι πράμα του Θεού το ψωμί!... Είναι του Διαόλου!
Ποτές δε θα ησυχάσει ο κόσμος, αν δεν πάψει να κάνει ψωμί! Πόσ’ άλλα πράματα δε μας έδωκε ο Θεός να τρώμε! Και το στάρι βέβαια. Μα δε μας είπε ναν το κάνουμε αλεύρι και πίτουρο και νάχουμε μαύρο ψωμί για τους φτωχούς, άσπρο για τους μέτριους, παντεσπάνι για τους πλούσιους, κι’ αέρα φρέσκο για όσους δεν έχουνε φαρδίνι;!... Να χαθεί το παλιό-ψωμο! το πράμα του Διαόλου!»
Σ’ αυτή τη βλαστήμια είχε σταματήσει η σκέψη της, όταν, καθώς περνούσε από ένα πεζοδρόμιο σ’ άλλο της Στράτας-Μαρίνας, είδ’ εκεί χάμου, στο κοκκινόχωμα του δρόμου στον ήλιο, ένα κομματάκι ψωμί. Ήταν ψίχα με λίγη πέτσα. Αποφαούδι κανενός χορτασμένου, ίσως και σκύλου... Δε φαινόταν ούτε πολύ ξερό ούτε πατημένο. Και τα μερμήγια, ένα πλήθος, τόχαν περιζωσμένο, και το τρώγανε.
- Α!...
Η Νικολέττα η Καλούνενα στάθηκε, έσκυψε, το σήκωσε, το τίναξε, το φύσηξε, το φίλησε ευλαβικά, το έφερε στο μέτωπό της, έκαμε το σταυρό της και το απίθωσε εκεί στο πεζούλι μιας παρεθύρας, για να μην το πατούνε...
Ψωμί πεταμένο! Τι αμαρτία!
«Θε μου και συχώρεσέ με! είπε μέσα της. Ξαστόχησα πως είναι το Σώμα του Χριστού, η Αγία Κοινωνία, Μεταλάβωμα και το Μυστήριό σου!... Συχώρεσέ με που βλαστήμησα. Δεν είναι του Διαόλου. Είναι δικό σου! Εσύ Θε μου, εφώτισες τον άνθρωπο να το φτιάνει. Είναι καλό κ’ ευλοημένο! Ψωμί ψωμάκι το λένε...»
Όλος της ο θυμός είχε γυρίσει σε μια κατάνυξη που της ανέβαζε δάκρυα... Όλο της το μίσος είχε διαδεχθεί μια επιείκεια για τους ανθρώπους, που την αδικούσαν -και πρώτα-πρώτα το γιο της τον προκομμένο- και μια τρυφερότη για τανήλικα, ταθώα, που την περίμεναν τώρα ήσυχα στο σπίτι να τους πάει ψωμί, -ψωμί καλό κ’ ευλοημένο, ψωμί- ψωμάκι, πράμα του Θεού...
Έπρεπε να τους πάει με κάθε θυσία.
Και δεν της έμενε άλλο, παρά ν’ απλώσει το χέρι και στο διαβάτη.
Θα τόκανε κι’ αυτό –διακονιάρισσα για το ψωμί.
Μπήκε σ’ έναν ισκιερό δρομάκο, ακούμπησε σ’ έναν παλιότοιχο, σκέπασε ακόμα το χλωμό πρόσωπό της με το μαύρο της μαντηλόνι και, όταν πέρασε από μπρος της ο πρώτος καλοντυμένος, θαρρετά, αποφασιστικά, η Νικολέττα η Καλούνενα, άπλωσε το χέρι της κι’ επρόφερε:
- Ελεημοσύνη!
Στον τόμο: Ο Μινώταυρος, έκδοση «Γραμμάτων Αλεξανδρείας», 1925
1. άργητα = καθυστέρηση, αργοπορία
2. ούλος = όλος
3. όβολα = χρήματα
4. οχτρία = έχθρα
5. κουμπαρία = κουμπαριά
6. πήλιο = πιο
7. πιτσούνα = μεγάλο ψωμί, επίμηκες και τραπεζοειδές
8. κρεμασμένος = εξαρτημένος
9. ναν = να
10. μέτριος = αυτός που ανήκει στη μεσαία κοινωνική τάξη
11. παντεσπάνι = παρασκεύασμα ζαχαροπλαστικής από αλεύρι, αυγά και ζάχαρη, που ψήνεται στο φούρνο
12. φαρδίνι = νόμισμα τριών λεπτών κατά την περίοδο της Αγγλικής Προστασίας στα Επτάνησα
13. αποφαούδι = αποφάγι
14. απιθώνω = τοποθετώ, αποθέτω
15. παρεθύρα = μεγάλο παράθυρο
16. ξαστοχώ = λησμονώ
17. τρυφερότη = τρυφερότητα
18. διακονιάρισσα = ζητιάνα
19. μαντηλόνι = κάλυμμα του κεφαλιού και των ώμων των γυναικών
Ο “Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά” αποτελεί ένα από τα πλέον
γνωστά έργα του Νίκου Καζαντζάκη το οποίο έλαβε το 1954 το βραβείο
του καλύτερου ξένου μυθιστορήματος, ενώ συγκαταλέγεται στα 100 Καλύτερα
Βιβλία όλων των εποχών σύμφωνα με την έκθεση που συντάχθηκε το 2002 από τη
Νορβηγική Λέσχη του Βιβλίου.
Η πλοκή του έργου διαδραματίζεται
στην Κρήτη. Η ιστορία ξεκινά τη στιγμή που συναντιούνται στον
Πειραιά οι δύο βασικοί ήρωες του βιβλίου: ο Συγγραφέας και ο Ζορμπάς.
Ο Συγγραφέας, αφού εντυπωσιάστηκε
με τον αντισυμβατικό χαρακτήρα του Ζορμπά και το διαρκώς φιλοσοφούμενο πάθος
του για τη ζωή, αποφασίζει να τον προσλάβει ως επιστάτη στην επιχείρησή
του. Στην Κρήτη, εγκαθίστανται στο ξενοδοχείο της Μαντάμ Ορτάνς, μιας ξεπεσμένης
σαντέζας, που δεν αργεί να γίνει η ερωμένη του Ζορμπά, μια από τις πολλές
γυναίκες της πολυτάραχης ζωής του.
Σημαντικός κορμός του
μυθιστορήματος είναι οι συζητήσεις των δύο φίλων κατά τη διάρκεια της
συνεργασίας τους στο λιγνιτωρυχείο το οποίο αποδεικνύεται ένα προσχηματικό
συγγραφικό κατασκεύασμα.
Ωστόσο, ο Αλέξης Ζορμπάς
ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Το πραγματικό του όνομα ήταν Γεώργιος Ζορμπάς.
Γεννήθηκε το 1865 στον
Κολινδρό της Πιερίας και πέθανε στα Σκόπια το 1941. Το 1914, ο
Γεώργιος Ζορμπάς, έφυγε για το Άγιο Όρος για να γίνει καλόγερος. Εκεί
γνωρίστηκε με τον Καζαντζάκη κι αργότερα πήγαν στη μεσσηνιακή Μάνη για να
εκμεταλλευτούν τα ορυχεία της Πράστοβας κοντά στη Στούπα, που ανήκει σήμερα
στον Δήμο Δυτικής Μάνης.
Ο Ζορμπάς έφερε στη Στούπα
πέντε από τα παιδιά του καθώς και την οικογένειας της κουνιάδας του.
Η συνεργασία του Καζαντζάκη με τον Ζορμπά, είχε διάρκεια περίπου δύο χρόνων (1916
– 1918). Στο κορυφαίο αυτό μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη, παρουσιάζονται
μέσα από τους μυθιστορηματικούς διαλόγους των δύο βασικών χαρακτήρων, όλα τα
προβλήματα που έχουν κατά καιρούς απασχολήσει τον μεγάλο Κρητικό συγγραφέα,
όπως το πρόβλημα της ελευθερίας και της διαθεσιμότητας του ανθρώπου, η
μοίρα, τα όρια που έχει η ανθρώπινη δράση μέσα στον κόσμο και, κυρίως, η
αγωνιστική δράση.
Αποσπάσματα από το “Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά"...
"Όσο ζούμε
μιαν ευτυχία, δύσκολα τη νιώθουμε. Μονάχα όταν περάσει και κοιτάξουμε πίσω
μας, καταλαβαίνουμε ξαφνικά -και κάποτε με κατάπληξη- πόσο σταθήκαμε
ευτυχισμένοι.
Μια μέρα περνούσα από
ένα χωριουδάκι. Ένας μπαμπόγερος ενενήντα χρονών φύτευε μια μυγδαλιά.
-Ε, παππούλη, του
κάνω, μυγδαλιά φυτεύεις; Κι αυτός, έτσι σκυμμένος που ήταν, στράφηκε και μου
κάνει:
-Εγώ, παιδί μου, ενεργώ
σα να ήμουν αθάνατος!
-Κι εγώ, του
αποκρίθηκα, ενεργώ σα νάταν να πεθάνω την πάσα στιγμή. Ποιος από τους
δυο μας είχε δίκιο, αφεντικό; Θεριό είναι ο άνθρωπος στα νιάτα του, θεριό
ανήμερο και τρώει ανθρώπους! (…..)
Τρώει αρνιά και κότες
και γουρουνάκια, μα αν δε φάει άνθρωπο, όχι, δε χορταίνει.
Ο άνθρωπος είναι χτήνος!
(…..) Τούκαμες κακό; Σε σέβεται και σε τρέμει. Τούκαμες καλό; Σου βγάζει
τα μάτια.
Μωρέ, τι μηχανή είναι
ο άνθρωπος!
Της βάζεις ψωμί,
κρασί, ψάρια, ραπανάκια και βγαίνουν αναστεναγμοί, γέλια κι ονείρατα.
Εργοστάσιο! Θεός είναι η ακατάλυτη δύναμη που μεταμορφώνει την ύλη σε πνέμα.
Κάθε άνθρωπος έχει
μέσα του ένα κομμάτι από το θεϊκό αυτό στρόβιλο και γι’ αυτό κατορθώνει να
μετουσιώνει το ψωμί και το νερό και το κρέας και να το κάνει στοχασμό και πράξη.
Ένιωθα βαθιά πως το
ανώτατο που μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος δεν είναι η Γνώση μήτε η Αρετή,
μήτε η Καλοσύνη μήτε η Νίκη· μα κάτι άλλο πιο αψηλό, πιο ηρωικό κι
απελπισμένο: Το Δέος, ο ιερός τρόμος. Ο Ζορμπάς συλλογίστηκε κάμποση ώρα·
μοχτούσε να καταλάβει.
― Εγώ, είπε
τέλος, κοιτάζω κάθε στιγμή το θάνατο· τον κοιτάζω και δε φοβούμαι· όμως
και ποτέ, ποτέ δε λέω: Μου αρέσει. Όχι, δε μου αρέσει καθόλου! Δεν
υπογράφω!
Αφεντικό σε συμπαθώ
πάρα πολύ. Έχεις τα πάντα εκτός από λίγη τρέλα και όλοι οι άνθρωποι
χρειάζονται λίγη τρέλα…
Αλλιώς δεν μπορεί να
σπάσει το σκοινί και να ελευθερωθεί. Η ευτυχία είναι πράγμα απλό και
λιτοδίαιτο -ένα ποτήρι κρασί, ένα κάστανο, ένα φτωχικό μαγκαλάκι, η βουή
της θάλασσας. Τίποτα άλλο.
Η ζωή είναι
μπελάς, ο θάνατος δεν είναι. Ζωντανός άνθρωπος, ξέρεις τι θα πει; Ν’
αμολάς το ζωνάρι σου και να γυρεύεις καβγά.
Αν μια γυναίκα
κοιμάται μοναχή, εμείς, όλοι οι άντρες, φταίμε.
Όλοι θα ’χουμε την
άλλη μέρα, στην κρίση του Θεού, να δώσουμε λόγο.
Η δικιά μου εμένα
Παράδεισο είναι ετούτη: μια μικρή μυρωδάτη καμαρούλα με παρδαλά φουστάνια
και μοσκοσάπουνα κι ένα διπλόφαρδο κρεβάτι με σούστες, και δίπλα μου το
θηλυκό γένος.
Να ξέραμε αφεντικό τι
λένε οι πέτρες, τα λουλούδια, η βροχή !
Μπορεί να
φωνάζουν, να μας φωνάζουν, κι εμείς να μην ακούμε.
Είχα, μάθει πέντ’ έξι
ρούσικες λέξες, όσες μου χρειάζονταν στη δουλειά μου: «όχι, ναι, ψωμί,
νερό, σε αγαπώ, έλα, πόσα».
Πάμε όξω φώναξε· κάτω
από τ’ αστέρια, να μας βλέπει ο Θεός.
Εγώ, μη γελάσεις,
αφεντικό, φαντάζουμαι το θεό απαράλλαχτο σαν και μένα. Μονάχα πιο αψηλό,
πιο δυνατό, πιο παλαβό· κι αθάνατο.
Η τελευταία συνέντευξη του Ν. Καζαντζάκη.
EΠΙΛΟΓΕΣ από το έργο του
" Μπροστά στους άλλους να στέκεσαι χαμογελαστός -
μπροστά στον εαυτό σου να στέκεσαι αυστηρός,
στην ανάγκη να στέκεσαι γενναίος,
στην καθημερινή ζωή πρόσχαρος,
όταν σε χειροκροτούν να στέκεσαι απαθής
όταν σε σφυρίζουν ασάλευτος."
~*~Νίκος Καζαντζάκης ~*~
Πιστεύω σ' ένα Θεό, Ακρίτα, Διγενή, στρατευόμενο πάσχοντα μεγαλοδύναμο, όχι παντοδύναμο, πολεμιστή στ' ακρότατα σύνορα, στρατηγό αυτοκράτορα σε όλες τις φωτεινές δυνάμεις, τις ορατές και τις αόρατες.
Πιστεύω στ' αναρίθμητα, εφήμερα προσωπεία που πήρε ο Θεός στους αιώνες και ξεκρίνω πίσω από την απαυτή ροή του την ακατάλυτη ενότητα.
Πιστεύω στον άγρυπνο βαρύν αγώνα Του, που δαμάζει και καρπίζει την ύλη τη ζωοδόχα, πηγή φυτών και ανθρώπων.
Πιστεύω στην καρδιά του ανθρώπου, το χωματένιο αλώνι, όπου μέρα και νύχτα παλεύει ο Ακρίτας με το θάνατο. "Βοήθεια!" κράζεις, Κύριε. "Βοήθεια!" κράζεις, Κύριε, κι ακούω.
Μέσα μου οι προγόνοι και απογόνοι κι οι ράτσες όλες, κι όλη η γης, ακούμε με τρόμο, με χαρά, την κραυγή Σου.
Μακάριοι όσοι την ακούν και χύνουνται να σε λυτρώσουν Κύριε, και λεν: "Εγώ και συ μονάχα υπάρχουμε".
Μακάριοι όσοι σε λύτρωσαν, σμίγουν μαζί Σου Κύριε, και λεν: "Εγώ και Συ είμαστε Ένα".
Και τρισμακάριοι όσοι κρατούν, και δε λυγούν, απάνω στους ώμους τους, το μέγα, εξαίσιο, αποτρόπαιο μυστικό: "Και το Ένα τούτο δεν υπάρχει!"
Νίκος Καζαντζάκης - "Ασκητική"
Φράσεις-αποφθέγματα του Νίκου Καζαντζάκη:
«Ξέρω τώρα. Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, λυτρώθηκα από το νου κι από την καρδιά, ανέβηκα πιο πάνω, είμαι λέφτερος. Αυτό θέλω. Δε θέλω τίποτα άλλο»
«Μια αστραπή η ζωή μας... μα προλαβαίνουμε»
«Ό,τι δεν συνέβη ποτέ, είναι ό,τι δεν ποθήσαμε αρκετά»
«Να πεθαίνεις κάθε μέρα. Να γεννιέσαι κάθε μέρα. Ν' αρνιέσαι ό,τι έχεις κάθε μέρα»
«Ε κακομοίρη άνθρωπε, μπορείς να μετακινήσεις βουνά, να κάμεις θάματα, κι εσύ να βουλιάζεις στην κοπριά, στην τεμπελιά και στην απιστία! Θεό έχεις μέσα σου, Θεό κουβαλάς και δεν το ξέρεις – το μαθαίνεις μονάχα την ώρα που πεθαίνεις, μα 'ναι πολύ αργά»
«Ο σωστός δρόμος είναι ο ανήφορος»
«Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο· καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο· το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή»
«Αγάπα τον άνθρωπο γιατί είσαι εσύ…»
«Ολάνθιστος γκρεμός της γυναικός το σώμα»
«Σωτηρία θα πει να λυτρωθείς απ’ όλους τους σωτήρες· αυτή ‘ναι η ανώτατη λευτεριά, η πιο αψηλή, όπου με δυσκολία αναπνέει ο άνθρωπος. Αντέχεις;»
«Τα τετραθέμελα του κόσμου τούτου: ψωμί, κρασί, φωτιά, γυναίκα»
«Η Ελλάδα επιζεί ακόμα, επιζεί νομίζω μέσα από διαδοχικά θαύματα»
«Η Κρήτη δεν θέλει νοικοκυραίους, θέλει κουζουλούς. Αυτοί οι κουζουλοί την κάνουν αθάνατη»
«Μην καταδέχεσαι να ρωτάς: "Θα νικήσουμε; Θα νικηθούμε;". Πολέμα!»
«Νίκησα; Νικήθηκα; Τούτο μόνο ξέρω: Είμαι γεμάτος πληγές και στέκομαι όρθιος»
«Αν μπορείς, κοίταξε τον φόβο κατάματα και ο φόβος θα φοβηθεί και θα φύγει»
«Όσο υπάρχουν παιδιά που πεινούν, Θεός δεν υπάρχει»
«Η ευτυχία είναι πράγμα απλό και λιτοδίαιτο -ένα ποτήρι κρασί, ένα κάστανο, ένα φτωχικό μαγκαλάκι, η βουή της θάλασσας. Τίποτα άλλο»
«Κάθε Έλληνας που δεν παίρνει, ας είναι και μια φορά στη ζωή του, μια γενναία απόφαση, προδίνει τη ράτσα του»
«Η αιωνιότητα είναι ποιότητα, δεν είναι ποσότητα, αυτό είναι το μεγάλο, πολύ απλό μυστικό»
«Σα δεν φτάσει ο άνθρωπος στην άκρη του γκρεμού, δεν βγάζει στην πλάτη του φτερούγες να πετάξει»
«Θεός δεν είναι; Ό,τι του καπνίσει κάνει. Αν δεν μπορούσε να κάμει αδικίες, τι παντοδύναμος θα ’ταν;»
«Ο,τι επιθυμείς να το φωνάζεις δυνατά, αγρίμι να γίνεσαι. Δεν ταιριάζει η μετριότητα με τη λαχτάρα»
«Η ζωή όλη είναι μια φασαρία. Μόνο ο θάνατος δεν είναι. Η ζωή είναι όταν λύνεις το ζωνάρι σου και ζητάς φασαρίες»
«Φτάσε όπου δεν μπορείς!»
«Δεν υπάρχει βαρύτερη τιμωρία από τούτη: Να απαντάς στην κακία με καλοσύνη»
«Το μεγαλύτερο ταξίδι μας το κάνουμε με την ψυχή μας»
«Αξιοπρέπεια δεν είναι στο να κατέχω τιμές, αλλά στο να τις αξίζω»
«Ποιο είναι πάνω από τα λόγια; Η πράξη. Ποιο είναι πάνω από την πράξη; Η σιωπή»